Saturday, November 13, 2010

Black Noise - White Rain part 1


Kλείνω τα μάτια... στην αρχή βλέπω όπως πάντα, μόνο το σκοτάδι. Σκοτάδι παντού, να απλώνεται και εγώ να χάνομαι μέσα του. Για λίγο υπάρχει μόνο αυτό, μετά νοιώθω τα μάτια μου να τρεμοπαίζουν μέσα στα βλέφαρα μου, διαμαρτύρονται που τα έκλεισα εκεί μέσα ενώ εκείνα θέλουν να μείνουν ανοιχτά για να ονειρευτούν, είμαι σίγουρος, όχι για να δουν τον κόσμο. Μέσα στο σκοτάδι αρχίζουν να εμφανίζονται σχήματα... τετράγωνα, πολύεδρα, κύκλοι, αλλάζουν όλα τα χρώματα και σιγά σιγά το ένα σχήμα διαδέχεται το άλλο. Οι κύκλοι γίνονται πολύεδρα, τα τετράγωνα, κύκλοι και κάθε λίγο αλλάζουν χρώματα. Μια ψυχεδέλεια χρωμάτων λαμβάνει χώρο μέσα στα κλειστά μου βλέφαρα και δυστυχώς ο μόνος που το βλέπει είμαι εγώ. Πως θα μπορούσα άραγε να το δείξω και σε κάποιον άλλον; Το βλέπει άραγε και κάποιος άλλος;
   Τα σχήματα χάνονται και γίνονται απλές γραμμές, ευθείες στην αρχή και μετά καμπύλες. Αλλάζουν και αυτές χρώματα και τώρα έρχονται και φεύγουν σαν τα κύματα στην ακτή. Πολύχρωμα κύματα. Χάνεται και αυτό. Τώρα είναι το αγαπημένο μου σημείο. Έξω έχει ξεκινήσει να βρέχει, αλλά τώρα είναι η στιγμή που απολαμβάνω πραγματικά την βροχή. Τον ήχο του νερού που πέφτει με δύναμη στην άσφαλτο σαν να θέλει να την ξεριζώσει.
   Το σόου πίσω από τα κλειστά μου μάτια συνεχίζεται τώρα. Βρέχει και εκεί, αλλά αργά αργά και είναι φωτεινή βροχή. Στην αρχή είναι λευκή και με κάνει να θέλω να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει. Το λευκό αλλάζει, δίνει και αυτό την θέση του στα άλλα χρώματα. Φώτα, χρώματα, σαν βροχή στα κλειστά μου μάτια και μετά σβήνει και αυτή. Έρχεται πάλι το σκοτάδι. Από τις άκρες των ματιών μου το σκοτάδι καταπίνει τα πάντα και καταλαβαίνω ότι σε λίγο θα κοιμάμαι. Και όμως... κι όμως, λίγο πριν το σκοτάδι να κρύψει τα πάντα ένα μικρό φως αντιστέκεται. Ένα μικρό κίτρινο φως, ίσα που φέγγει αντιστέκεται σε όλο αυτό το σκοτάδι. Αναρωτιέμαι πως μπορεί και η περιέργειά μου διώχνει το σκοτάδι και με κρατάει ξύπνιο αν και με κλειστά τα μάτια. Θέλω να δω τι είναι αυτό το κίτρινο φώς. Ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός του και γιατί να θέλει να με κρατήσει ξύπνιο; Το αφήνω λοιπόν να διώξει το σκοτάδι και το παρακολουθώ τώρα να γίνεται διαρκώς και πιο φωτεινό, πιο μεγάλο, μέχρι που δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Θολώνω για λίγο, το φως έχει γίνει πια εκτυφλωτικό, τόσο που σκέφτομαι ότι αν είχα ανοιχτά τα μάτια μου θα έπρεπε να τα κλείσω... ίσως χρειαζότανε να βάλω και τα χέρια μου μπροστά. Δεν αντέχω άλλο και με ρίσκο να τα καταστρέψω όλα, την αρχή ενός υπέροχου ονείρου, ανοίγω τα μάτια μου.
   Το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι θολά φώτα. Μου παίρνει λίγη ώρα να συνηθίσω και να εστιάσω. Χαίρομαι γιατί δεν έχω τρελαθεί τελείως και είναι όντως φώτα μπροστά μου. Μετά όμως ανησυχώ γιατί είμαι κάπου που δεν γνωρίζω. Μου φαίνεται καινούργιο το μέρος, παρ’ όλα αυτά μια γυναίκα έχει σκύψει από πάνω μου – άρα πρέπει να είμαι ξαπλωμένος – και περνάει ένα φως από το ένα μάτι μου στο άλλο. Προσπαθώ να κοιτάξω γύρω μου, αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Είναι σαν τα μάτια μου να έχουν εστιάσει μόνο πάνω στην γυναίκα. Όλα τα άλλα γύρω της είναι θολά. Συνεχίζει να περνάει αυτό το φως μπροστά από τα μάτια μου και αρχίζει να γίνεται εκνευριστικό. Δεν μπορώ να δω ούτε τι φοράει. Είναι τόσο άσπρα όλα που μόνο το πρόσωπό της μπορώ να διακρίνω. Βλέπω το στόμα της να ανοιγοκλείνει. Φαίνεται να μιλάει σε εμένα αν και στα αυτιά μου φτάνει μόνο ένα μουντός ήχος. Μου θυμίζει καλοκαίρι, όταν μικροί προσπαθούσαμε με τον φίλο μου να μιλήσουμε κάτω από το νερό στη θάλασσα και ποτέ δεν τα καταφέρναμε. Το μόνο που καταφέρναμε ήταν να πίνουμε νερό και μετά να βήχουμε και να κοπανάμε ο ένας την πλάτη του άλλου...Και εκείνη μιλάει ακόμη από πάνω μου... τουλάχιστον είχε σταματήσει να παίζει με εκείνο το σπαστικό το φως! Ακόμη όμως δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λέει, δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλάει όντως σε μένα η σε κάποιον άλλον μέσα στο δωμάτιο που δεν μπορώ να δω γιατί όλα γύρω μου είναι τόσο εκτυφλωτικά άσπρα...  

Wednesday, September 22, 2010

Things in the Attic of the Universe part 2


Τότε, πριν από χρόνια, όταν είχαν πρωτοέρθει εδώ για μια βόλτα είχαν πει ότι αν χρειαζότανε ποτέ να το δώσουν, θα το έφερναν εδώ. Μόνο εδώ, ίσως υπήρχε η πιθανότητα να το ξαναβρούν. Η συζήτηση αυτή κόπηκε πολύ γρήγορα, κανένας από τους δύο δεν ήθελε να το σκέφτεται. Όταν μετά από μερικά χρόνια αναγκαστήκανε να το φέρουν εδώ, εκείνη δεν ήρθε μέχρι την πλατεία. Τον περίμενε στο σταθμό γιατί δεν μπορούσε να το αποχωριστεί, σήμαινε τόσα πολλά και για τους δύο μα τα πράγματα είχαν έρθει έτσι που έπρεπε να το κάνουν.
   Μέσα της, καθώς περίμενε στο σταθμό, πίστευε ότι δεν θα κατάφερνε να το δώσει. Περίμενε υπομονετικά να τον δει να γυρίζει, μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του, να της λέει ότι δεν χρειάζεται να το δώσει και ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν έγινε έτσι. Μόλις τον είδε να πλησιάζει τον σταθμό με το κεφάλι σκυφτό, κατάλαβε… 
   Εκείνη πέθανε λίγα χρόνια μετά. Παραδόθηκε στη στεναχώρια της και απλά παραιτήθηκε από τη ζωή και εκείνος... εκείνος, προσπάθησε να ζήσει. Μέσα από πολύ αλκοόλ, από ατελείωτη στεναχώρια και λαβύρινθους φαντασιώσεων κατάφερε να ξεφύγει και να επανέλθει στη «ζωή» μ’ ένα μοναδικό σκοπό. Να το ξαναβρεί, να το επιστρέψει σε εκείνη και μετά να ξεκουραστεί και αυτός. Έτσι, για χρόνια, τόσα που είχε ξεχάσει πια πόσα είχαν περάσει, έψαχνε και κάθε φορά που ένοιωθε ότι θα το βρει τόσο πιο μακριά ήταν. Σήμερα όμως, ένοιωθε διαφορετικά. Σήκωσε το κεφάλι του για να δει που βρίσκεται. Μάλλον είχε περπατήσει αρκετά και είχα απομακρυνθεί από την πλατεία και τον σταθμό, το δρομάκι που βρισκότανε δεν του θύμιζε κάτι. Αγχώθηκε γιατί σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε χαθεί και σκοτείνιαζε σιγά σιγά… Το σκοτάδι αγκάλιαζε το στενάκι που περπατούσε και του έδινε την εντύπωση ότι έπνιγε το φως, αργά αλλά σταθερά το στενό γινότανε όλο και πιο σκοτεινό, δεν μπορούσε όμως να σταματήσει να περπατάει, κάτι τον έκανε να βάζει το ένα πόδι μετά το άλλο, με τον ίδιο μονότονο ρυθμό, σε ένα δρόμο που δεν ήξερε που κατέληγε.
   Είχε σκοτεινιάσει τόσο πια που δεν μπορούσε να δει που πήγαινε... ήθελε να σταματήσει; Ίσως, κάποια στιγμή να θέλησε, τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να συνεχίσει να περπατάει. Πόση ώρα να είχε περάσει; Δεν ήξερε και… πραγματικά δεν τον ένοιαζε. Η χαρά μέσα του υπήρχε ακόμη, τώρα πιο δυνατή από ποτέ και με κάθε βήμα, άφηνε πίσω του όλες του τις αμφιβολίες. Με κάθε βήμα, άφηνε πίσω του, τους φόβους του, τα άγχη του. Με κάθε βήμα, έφτανε πιο κοντά σε κάτι.
   Τώρα το έβλεπε για πρώτη φορά, τώρα τον άφηναν τα πάντα γύρω του να το δει. Ένα μικρό κίτρινο φως, κάπου στο τέλος του δρόμου, τρεμόπαιζε σαν να ήταν κερί και τον καλούσε να πάει προς τα εκεί. Το ένα πόδι ακολουθούσε το άλλο και για αρκετή ώρα συνέχισε να περπατάει, να πηγαίνει προς το φως, νοιώθοντας εγκλωβισμένος σε ένα αέναο βάδισμα... Δίψα, πείνα, κούραση, όλα αυτά είχαν χαθεί πια από πάνω του, το μόνο που είχε απομείνει ήταν ελπίδα, ελπίδα ότι στο φως θα τελείωνε το ταξίδι του. Έτσι ένοιωθε πια, ότι έκανε ένα ταξίδι... Αν και ήταν καλοκαίρι, άρχισε να κρυώνει, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον εαυτό του αλλά το κρύο γινότανε ολοένα και πιο έντονο. Ξαφνικά, από το πουθενά άρχισε να χιονίζει και συνέχισε για αρκετό διάστημα.  Του φάνηκε ότι το φως πλησίαζε και όντως έτσι ήταν. Το χιόνι σταμάτησε και ξεκίνησε μια καταιγίδα. Τον έσπρωχνε προς τα πίσω, αλλά εκείνος με πείσμα, έβαζε το ένα πόδι μετά το άλλο, έτριξε τα δόντια του και συνέχισε. Δεν είχε χάσει ούτε την ελπίδα του, ούτε την χαρά του γιατί έβλεπε το φως να έρχεται όλο και πιο κοντά. Η καταιγίδα έδωσε την σειρά της σε ένα ψιλόβροχο, και όταν πια το φως τον τύφλωνε, είδε γύρω του λουλούδια να ανθίζουν…
   Λίγο πριν ξαναγυρίσει στη σωστή εποχή, είχε φτάσει στο φως. Σταμάτησε να περπατάει σαν κάποιος να του έκλεισε ένα διακόπτη. Μπροστά του βρισκόταν το φως, εκτυφλωτικό, τόσο που του ήταν αδύνατο τώρα να διακρίνει κάτι άλλο. Έμεινε εκεί, χαμένος στο φως κάποιο διάστημα, μέχρι που αυτό εξασθένησε λιγάκι και μπόρεσε να δει μια πόρτα. Μηχανικά την άνοιξε, δεν σκεφτότανε πια, δεν υπήρχε κανένας φόβος.
   Πέρασε μέσα…
   Την είδε να του χαμογελάει... Είχε απλώσει το χέρι της και του έκανε νόημα να έρθει κοντά της. Του έλεγε κάτι αλλά δεν υπήρχε ήχος. Μόνο φως που την έλουζε…  Το ένα πόδι ακολουθούσε το άλλο και εκείνος πήγαινε κοντά της. Κατάφερε μέχρι και να καταλάβει τι του έλεγε... «δεν χρειάζεται να ψάχνεις άλλο...»
   Με κάθε του βήμα, βρισκόταν όλο και πιο κοντά της, μέχρι που έφτασε στην αγκαλιά της.

Η πόρτα πίσω του έκλεισε...

Το πρωί της Κυριακής, ο πρώτος πωλητής που πήγε στην πλατεία τον βρήκε εκεί ξαπλωμένο. Ήταν χαμογελαστός και είχε τυλίξει τα χέρια γύρω του…

Tuesday, September 21, 2010

Things in the Attic of the Universe part 1


Έψαχνε τα πράγματα που είχαν ρίξει οι πωλητές κάτω στην πλατεία και ο κόσμος περνούσε αδιάφορα, ασταμάτητα γύρω του. Το βλέμμα του πήγαινε πάνω κάτω στα πράγματα… παλιά παιχνίδια, νομίσματα, μετάλλια, επιγραφές μαγαζιών, διαφημίσεις ξεχασμένες στο χρόνο αλλά αυτό που έψαχνε τόσο καιρό, που είχε αναγκαστεί κάποτε να δώσει και τώρα το ζητούσε πάλι, αυτό δεν το έβλεπε πουθενά.
   Οι πωλητές μεταξύ τους τον έδειχναν ο ένας στον άλλον και στους άλλους πελάτες , κρυφά, πίσω από τη πλάτη του. Τον ήξεραν πια και ήξεραν ότι κάθε Σάββατο ήταν εδώ και έψαχνε, όλοι ήλπιζαν στο ότι κάποια μέρα, κάποιος θα βρεθεί που θα έχει αυτό που ψάχνει και ένα Σάββατο θα έβλεπαν επιτέλους το πρόσωπό του να χαμογελά, να λάμπει και εκείνον να φεύγει ευτυχισμένο... μέχρι τώρα, ο κόσμος που δεν ήξερε τον προσπερνούσε και εκείνος… απλά έλπιζε.
   Δεν το ήξεραν, αλλά ένοιωθε καλά… ήταν αισιόδοξος… και δεν ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Για κάποιο λόγο σήμερα ένοιωθε ότι κάτι θα πάει καλά. Σπάνια ένοιωθε έτσι και τις λίγες φορές που του συνέβαινε πάντα κρατούσε την χαρά μέσα του, βαθειά κρυμμένη, γιατί κάθε φορά κάτι πήγαινε στραβά στο τέλος. Είχε μάθει τόσο καιρό ότι, τίποτα δεν είναι τσάμπα στο σύμπαν, ότι ακόμη και μια μεγάλη χαρά πρέπει να ακολουθείται από μία μεγάλη θλίψη. Έτσι, για να υπάρχει ισορροπία… έτσι πίστευε και τίποτα δεν θα του άλλαζε την γνώμη. Οπότε, σήμερα ήταν χαρούμενος, αλλά επιφυλακτικός. Συνέχισε την βόλτα του όπως πάντα, με το ίδιο δρομολόγιο, τις ίδιες στάσεις σε κάθε πωλητή, πέρασε από τα ίδια στενά, είδε και ξαναείδε πράγματα τα οποία είχε δει χιλιάδες φορές στις τόσες φορές που είχε έρθει αλλά όπως πάντα, δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Κανονικά, στο τέλος της βόλτας του, απογοητευμένος έφευγε και γύριζε σπίτι, σήμερα όμως, κάτι τον κρατούσε εδώ και για κάποιο λόγο, ένοιωθε ότι έπρεπε να μείνει, έτσι συνέχισε την βόλτα του, ξαναείδε τα ίδια πράγματα, βαρέθηκε, αλλά δεν μπορούσε να φύγει. Κάθε φορά που έκανε να πάει προς τον σταθμό, γύρναγε πίσω. Του είχε καρφωθεί η ιδέα ότι κάτι θα συνέβαινε και έπρεπε να μείνει... και αυτή η χαρά... δεν είχε φύγει ακόμη.
   Η ώρα πέρασε και σιγά σιγά, οι πωλητές άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους, μερικοί τον χαιρετούσαν και άλλοι τον κοιτάζανε περίεργα με ένα βλέμμα σαν να του λένε «εσύ δεν θα φύγεις;». Αν μπορούσε θα τους απαντούσε... «όχι»... κάτι τον κράταγε εδώ σήμερα και αυτή η χαρά... σκέφτηκε να περπατήσει λίγο, να ξαναπεράσει από τα ίδια στενά, να κάνει την συνηθισμένη βόλτα του μπας και έχει μείνει κανείς πίσω. Ξεκίνησε. Φεύγοντας από την πλατεία, έστριψε στο πρώτο στενό που βρήκε, δεν κοίταζε γύρω του πια, απλώς περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του.

Friday, August 6, 2010

the brides cont.


   Ξύπνησε πάλι μέσα στη βιτρίνα... Φαίνεται την γυρίσανε εδώ πέρα χωρίς να το καταλάβει. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της, αλλά δεν άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει κάτω στο δρόμο, στην μικρή πλατεία όπου καθόντουσαν τα ζευγάρια, εκεί που είχε δει και το δικό της πριν από… πόσος καιρός μπορεί να είχε περάσει; Πραγματικά δεν ήξερε. Πόσο καιρό της πήρε μέχρι να ξυπνήσει; Δεν την ένοιαζε και τόσο, αυτό που την ένοιαζε ήταν ότι είχε ξαναγυρίσει στη βιτρίνα, μαζί με τις άλλες κούκλες, κάθε μια κλεισμένη στο δικό της γυάλινο κλουβί.
   Τι θα έκανε τώρα; Στην αρχή σκέφτηκε να ξαναπροσπαθήσει, να περιμένει πάλι ένα ζευγάρι και τότε να προσπαθήσει να βγει πάλι από τη βιτρίνα, αλλά τώρα πια υπήρχε η αμφιβολία μέσα της. Άρχισε να σκέφτεται ότι, αφού δεν το είχαν καταφέρει οι άλλες κούκλες που ήταν τόσο καιρό εδώ, γιατί να το καταφέρει εκείνη; Ίσως η μοίρα της ήταν απλά να μείνει μέσα στη βιτρίνα, καταδικασμένη για όσο καιρό υπήρχε να κοιτάζει κάτω το δρόμο και απλά να περιμένει. Όχι να ελπίζει... τώρα είχε πείσει τον εαυτό της ότι δεν υπήρχε ελπίδα, μόνο χρόνος. Μόνο αυτό υπήρχε τώρα πια, χρόνος και ο δρόμος από κάτω. Έδιωξε από το μυαλό της κάθε σκέψη για μια πραγματική ζωή, άρχισε να πιστεύει ότι και το νυφικό που φορούσε να έπαιρναν, εκείνη δεν θα γινόταν ποτέ πραγματική, μπορεί να ήταν ένας μύθος όλη αυτή η ιστορία με το νυφικό, κάτι σαν παρηγοριά, και αργά αλλά βασανιστικά σταθερά, οι μέρες διαδεχόντουσαν η μία την άλλη, ώσπου έγιναν χρόνια, ώσπου έγιναν δέκα.
   Γύρω της οι βιτρίνες άδειαζαν, οι άλλες κούκλες έφευγαν, αλλά ποτέ δεν έμαθε αν τελικά γινόντουσαν πραγματικές γυναίκες. Εκείνη έμενε πίσω όμως, έμενε σε μια βιτρίνα η οποία είχε βρωμίσει, μ’ ένα νυφικό που τώρα πια, μόνο άσπρο δεν ήταν, σ’ ένα μαγαζί που και αυτό έσβηνε. Μέχρι και στο δρόμο και στη πλατεία από κάτω της, φαινόντουσαν τα σημάδια του χρόνου που είχε περάσει. Ο δρόμος είχε σπάσει, ήταν πάντα γεμάτος σκουπίδια και τα περισσότερα παγκάκια στη πλατεία είχαν χαλάσει. Τώρα πια απλά περίμενε τη στιγμή που θα την πετάγανε, τη στιγμή που το μαγαζί θα έκλεινε τελικά και εκείνη θα κατέληγε στη γωνία του δρόμου, κάπου μαζί με διάφορα σκουπίδια.
   Κάτι σε αυτή τη σκέψη δεν της άρεσε. Είχε δεχτεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα πια, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί ότι υπήρχε περίπτωση να καταλήξει στα σκουπίδια. Κάτι έπρεπε να κάνει… Θυμήθηκε που κάποτε είχε βγει από τη βιτρίνα, θυμήθηκε που κάποτε είχε φτάσει μέχρι το δρόμο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το γιατί το είχε κάνει αλλά τώρα δεν την απασχολούσε αυτό. Τώρα για ένα πράγμα ήταν σίγουρη, ότι έπρεπε να ξαναβρεθεί εκεί κάτω. Αυτή τη φορά δεν θα γυρνούσε στη βιτρίνα. Θυμήθηκε πως είχε καταφέρει να βγει τότε και με μεγάλη προσπάθεια άρχισε και πάλι να κουνιέται μπρος, πίσω.
    Στο πρόσωπό της είχε πάντα ένα φτιαχτό χαμόγελο, αλλά την ώρα που το τζάμι της βιτρίνας έσπασε, τότε, για πρώτη φορά, το χαμόγελο έγινε αληθινό. Ένοιωθε τον αέρα να σφυρίζει στα αυτιά της, φρέσκος, κρύος, να χαϊδεύει τα μάγουλά της. Ο δρόμος πλησίαζε σαν παλιός, καλός φίλος και η πλατεία ήταν σαν να τη περίμενε με ανοιχτά τα χέρια.
   Δεν πόνεσε. Δεν ένιωσε τίποτα, πέρα από γαλήνη, ηρεμία και ελευθερία.
Μετά από τόσα χρόνια μέσα σε μια βιτρίνα, τώρα πια βρισκόταν στο δρόμο. Αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο τυχερή και είχε σπάσει σε κομμάτια. Τα πόδια της ήταν αρκετά μακριά από το σώμα της, τα χέρια της ήταν κοντά στη πλατεία, ενώ το σώμα της είχε πέσει πάνω στο παγκάκι. Είχε σκορπίσει… λίγο πριν δοθεί τελειωτικά στην απόλυτη ηρεμία είδε δύο ανθρώπους να την πλησιάζουν, για κάποιο λόγο της φάνηκαν γνωστοί…

   Την ξύπνησε μια φωνή. Μια κοπέλα ήταν από πάνω της και της φώναζε. Έπρεπε να ετοιμαστεί για κάτι. Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί, αλλά ένοιωθε λες και είχε πέσει από ένα  κτήριο. Συχνά έβλεπε ότι πετούσε, αλλά ποτέ να πέφτει. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα… κλεισούρας και απομόνωσης. Την πονούσαν τα πόδια της και τα χέρια της. Προσπάθησε να τα κουνήσει και την πόνεσαν ακόμη περισσότερο. Ξαναέκανε μια προσπάθεια, ο πόνος ήταν λιγότερος αυτή τη φορά. Κατάφερε να σηκωθεί και καθώς περνούσε από τον καθρέφτη του δωματίου της είδε ότι χαμογελούσε.
   Έβγαλε την άσπρη νυχτικιά της και πήγε να ετοιμαστεί… για τη ζωή της.

Wednesday, August 4, 2010

the brides


   Περιμένανε... ακίνητες και αμίλητες εκεί, στημένες, καταδικασμένες να κοιτάζουν όλο αυτό τον κόσμο να περνάει κάτω από τα πόδια τους. Εκείνες έπρεπε να περιμένουν όμως για κάποιον που θα έρθει να πάρει τα ρούχα τους και μαζί την μια τους ευκαιρία να γίνουν ανθρώπινες γυναίκες και όχι σκιερές κούκλες πίσω από βιτρίνες.
   Είχε περάσει πια καιρός όμως από την τελευταία φορά που ήρθε κάποιος να ψωνίσει, και τώρα απλά έβλεπαν τον κόσμο να περνάει από κάτω, αδιάκοπα… Ένα βράδυ, εκείνη είδε ένα ζευγάρι. Εκείνη ήταν μόνο λίγο καιρό εδώ και ακόμη είχε ελπίδα. Όταν είδε το ζευγάρι να κάθεται στη πλατεία, σκέφτηκε «Να, μπορεί να της κάνει πρόταση τώρα και να χρειάζεται νυφικό...», κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, αφού μετά από λίγο απλά συνεχίσανε τη βόλτα τους.
   Μετά από εκείνο το βράδυ, τους ξαναείδε και άλλες φορές, και κάθε φορά περίμενε την πρόταση, περίμενε το επόμενο πρωί που θα έμπαιναν στο μαγαζί, θα την κοίταζαν και θα διάλεγαν το δικό της νυφικό. Όμως κάτι τέτοιο, δεν έγινε ποτέ. Δεν σταμάτησε να ελπίζει και κοίταζε ακόμη έξω από τη βιτρίνα, κάτω στη πλατεία για το ζευγάρι όμως μετά από καιρό δεν το ξαναείδε. Υπήρξαν άλλα ζευγάρια, και κάθε φορά η ίδια ελπίδα, η ίδια προσμονή. Οι μήνες, έγιναν χρόνια μα η ελπίδα της δεν χάθηκε ποτέ. Τα χρόνια περνάγανε και περνάγανε, μερικές άλλες έφυγαν από τις βιτρίνες, εκείνη όμως έμενε εκεί. Το κάποτε, κάτασπρο νυφικό της είχε γίνει κίτρινο και μαύρο σε μερικά σημεία. Μια θλίψη την έπιασε και σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα έχανε και περισσότερο την ελπίδα της.
   Ένα βράδυ είδε πάλι το ζευγάρι μετά από χρόνια. Είχανε μεγαλώσει και οι δύο αρκετά, αλλά δεν φαινόντουσαν πια σαν ζευγάρι. Μέσα στην απόγνωσή της, μέσα στη θλίψη της προσπάθησε να κουνηθεί. Στην αρχή δεν τα κατάφερα αλλά μετά από λίγο κατάφερε να κουνήσει λίγο το χέρι της. Δεν άντεχε άλλο εδώ μέσα, σε αυτό το κουτί της βιτρίνας, έπρεπε να φύγει και να πάει κάτω σε αυτούς που ανήκει. Ήταν η σειρά της πια και περίμενε χρόνια γι’ αυτό και το ζευγάρι δεν θα καθόταν για πολύ ακόμη, οπότε, έπρεπε να κάνει γρήγορα.
   Κατάφερε να κουνήσει και το άλλο χέρι της. Δεν έβρισκε κάποιο τρόπο να ανοίξει πίσω της το κουτί και έτσι άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε μέσα στη βιτρίνα για να σπάσει με το βάρος της το κουτί και να μπορέσει να φύγει. Χτυπούσε μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί. Μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί... μία στη βιτρίνα…

   Ακόμη και τώρα, κανείς δεν ξέρει πως μια κούκλα βρέθηκε από μια βιτρίνα, στο δρόμο, στη πλατεία... ούτε πως το χέρι της βρέθηκε να ακουμπάει στο παγκάκι που καθόταν το ζευγάρι.… 

Saturday, July 3, 2010

Raindrops

Πότε ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος; Έχω ξεχάσει και δεν με αφήνουν να δω και αυτές οι σταγόνες βροχής που καλύπτουν την ζωή μου. Δεν θυμάμαι πια την γεύση της ευτυχίας, δεν θυμάμαι πια, πως είναι να ξυπνάς και η πρώτη σου σκέψη να είναι χαρούμενη. 
Έχω κουραστεί, τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά, και καθώς όλα γύρω μου προχωράνε εγώ να μένω στάσιμος με τις ίδιες επιλογές μπροστά μου... πάντα...
Τουλάχιστον, μπορώ να σκέφτομαι οτι τίποτα δεν αλλάζει, ότι υπάρχει μια σταθερότητα στη ζωή μου... ίσως αυτός να είναι ένας λόγος για να είμαι ευτυχισμένος. 
Και είναι περίεργο πράγμα η ευτυχία γιατί όταν την έχεις δεν την εκτιμάς, νομίζεις οτι θα είναι για πάντα και μέσα στην ευτυχία κάνεις τις πιο λάθος επιλογές και βρίσκεσαι στα ίδια πάλι. 
Όλα αυτά είναι λάθος, δεν έπρεπε να ήμουν εδώ. Θέλω να πάω λίγο πίσω αν γίνεται, όταν οι σταγόνες δεν κάλυπταν την ζωή μου.
Οπότε, μπορώ να πάω λίγο πίσω; 

Wednesday, June 30, 2010

Street Lights... then and now


Όταν η λαχτάρα γίνεται πόνος, πως μπορείς να συνεχίσεις;
Πως, όταν έχεις πέσει να βρεις δύναμη να σηκωθείς;
Δίχως ελπίδα, σ’ ένα δρόμο σκοτεινό και ατελείωτο, κάθε μέρα σου να είναι το ίδιο μουντή και ίδια. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο κόσμος γύρω σου να σου θυμίζει συνέχεια και συνέχεια, αυτό που εσύ... όχι ‘θέλεις να ξεχάσεις’ – γιατί δεν θες, αλλά αυτό που προσπαθείς να μη θυμάσαι γιατί πονάς.
Πως συνεχίζεις κάθε μέρα, πως προχωράς;
Πως ζεις χωρίς ελπίδα πια και πως μπορείς να αντέξεις να το ζεις ξανά και ξανά;
Ίσως αυτή να είναι η μοίρα σου, να είσαι περιπλανώμενος σε τέτοιες καταστάσεις, να είσαι σ’ ένα δρόμο κυκλικό, ο οποίος σε φέρνει συνέχεια στα ίδια και στα ίδια. Δίπλα σου, βλέπεις τη ‘ζωή’ σου να περνάει και να χάνεται στα χέρια άλλων, μέρα με τη μέρα… αλλά… αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια.

Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα... χάθηκε στα στενά.

Μείνε με τα αισθήματα σου. Να είσαι χαρούμενος που έχεις και αυτά...

Saturday, June 26, 2010

Lost for Words

Όσο και να προσπάθησα δεν μου ερχόταν κάτι να γράψω που να ταιριάζει με τη φωτογραφία. Μου φαινόντουσαν όλα κοινότυπα και βαρετά. Σε μια ελπίδα να υπάρξει κάποιο ενδιαφέρον, τα λόγια των Modest Mouse... 

We have one chance. 


One chance to get everything right. 


We have one chance, one chance. 


And if we're lucky we might. 

My friends, my habits, my family, 
they mean so much to me. 
I just don't think that it's right. 
I've seen so many ships sail in, 
just to head back out again and go off sinking. 

I'm just a box in a cage. I'm just a box in a cage. 
I'm just a box, just a box in a cage. 
I'm just a box, just a box in a cage. 
I'm just a box, just a box in a cage. 
I'm just a box in a cage. 


Sunday, June 13, 2010

Home-...

Ένα ανοιχτό σπίτι...
Είναι σαν να δίχνει τα εσώψυχά του στον κόσμο, σαν να θέλει να προκαλέσει, να σε κάνει να γυρίσεις να κοιτάξεις τα δωμάτιά του, δωμάτια που κάποτε ζούσαν κάποιοι. Τώρα απλά, στέκεται μόνο, ανάμεσα σε άλλα που δεν του δίνουν σημασία, γιατί εκείνα έχουν όλους τους τοίχους τους. Γιατί λοιπόν να κοιτάξουν ένα που του λείπουν κάποιοι τοίχοι; 
Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι, που περνάνε από δίπλα και δεν δίνουν κάμια σημασία; Δεν θέλουν ή απλά δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να δει κάτι τέτοιο και απλά προσπερνάνε...  
Και όμως έχει τόσα να πει, το οτι είναι ακόμη εκεί είναι μια κουβέντα από μόνη της. Το οτι περιμένει υπομονετικά να βρει την θέση του στο σύμπαν, να καταλάβει, όχι το γιατί, τουλάχιστον όχι το Μεγάλο Γιατί, αλλά το "γιατί σ' εκείνο";
Σε αυτούς που γυρίζουν... 

Wednesday, May 5, 2010

look carefully cont.

Και γιατί να μην βασανίζεται; Όλοι βασανιζόμαστε, οι φίλοι μου, η φίλη μου, οι σημερινοί, οι αυριανοί και όλοι όσοι είναι σε μια σειρά για να πάρουν θέση και εκείνοι και να μπορούνε να πούνε "βασανίζομαι". Δεν είναι έτσι;
basanizomai.blogspot.com για όποιον θέλει να ακολουθήσει κάποιον που μέσα από διαφορετικές εκφράσεις βασανίζεται. Ας με συγχωρέσουν για την "διαφήμιση" αλλά συμπάσχω! 
Βασανίζομαι, για όλα αυτά που περιμένω και ποτέ δεν έρχονται, για μια ιδέα που ποτέ δεν παίρνει μια στερεά μορφή, βασανίζομαι γιατί είμαι σαν και άλλους, αθεράπευτος ονειροπόλος και δεν πρόκειται να σταματήσω να είμαι. Δεν βασανίζομαι μόνος, αυτό είναι το μόνο σίγουρο και είναι και μια, κάποια παρηγοριά. 
Τα υπόλοιπα στο επόμενο "βασανίζομαι". 
Πρέπει να φύγω γιατί θα αργήσω... βασανίζομαι και γι' αυτό.
Πριν το ξεχάσω, το συγκεκριμένο δεν θυμάμαι που το είχα βρει, πάει καιρός από τότε που το τράβηξα, κοντεύει χρόνος. 
Και τι χρόνος... ε λοιπόν, επειδή εμένα μου τελειώνει... ίσως αργότερα, ή αύριο...

Wednesday, April 28, 2010

look carefully cont.

   Ακόμη ένα "βασανίζομαι". Το συγκεκριμένο το πέτυχα στο Γκάζι. Το που, δεν το λέω... όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ψάξει, έτσι για να έχει και σασπένς η έξοδος στο Γκάζι. 
   Μπορώ να πω ότι είναι ύπουλα γραμμένο, γιατί ο συγκεκριμένος τοίχος ήταν γεμάτος graffiti και το πέτυχα καθώς έβγαινα από το αμάξι. Η ποιότητα της φωτογραφίας είναι λίγο χάλια γιατί είναι από το κινητό :)
   Τέλος πάντων, προχτές μου είπε μια φίλη (thanks) ότι βρήκε και άλλο ένα στο μετρό στο Πανεπιστήμιο (καλά δεν θυμάμαι;) Σύντομαι θα πάω και από εκεί. Άντε, μέχρι τότε "βασανίζομαι".

Monday, April 26, 2010

3 goods

  Το σ/κ που πέρασε πήγαμε Τρίκαλα για ένα live. Όμορφα τα Τρίκαλα, όμορφος και ο κόσμος. Στη φωτογραφία, ένα τραπεζάκι από το μαγαζί που παίξαμε. Μου άρεσε ιδιαίτερα και δεν ήταν το μόνο που ήταν από παλιά ραπτομηχανή, υπήρχε ακόμη ένα το οποίο ήταν και σκακιέρα από πάνω, έτσι για να περνάει η ώρα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εκεί και ελπίζω να ξανά ανεβούμε σύντομα!

look carefully cont.

   Ένα από τα πρώτα "βασανίζομαι" που είχα βρει... τώρα πια δεν υπάρχει, μιας και δεν υπάρχει η τράπεζα και το atm. Ήταν στο Μοναστηράκι, στην Ερμού, δίπλα στα Applebees, που και αυτά φυσικά δεν υπάρχουν! 
   Περίεργο πόσα πράγματα εκεί πέρα δεν υπάρχουν πια, υλικά και μη. Αλλιώς ήμουν όταν τράβηξα την φωτογραφία, αλλιώς τώρα, πολύ διαφορετικές καταστάσεις μέσα σε ένα χρόνο μόνο. Γι' αυτό είναι ωραία η φωτογραφία... η συγκεκριμένη, πέρα οτι είναι η πρώτη φορά που είδα το "βασανίζομαι" και από τότε άρχισα με μια φίλη να προσέχουμε περισσότερο για να τα δούμε γραμμένα, μου θυμίζει και το πως ήταν η ζωή μου τότε. 
βασανίζομαι
:)

Friday, April 23, 2010

look carefully

Κάποιος λοιπόν, πρέπει να βασανίζεται πραγματικά στην Αθήνα... Αν κοιτάξεις προσεκτικά θα το δεις γραμμένο στους τοίχους... το λέει ο άνθρωπος... και γω μαζί του! Αν και στη συγκεκριμένη φωτογραφία δεν είναι το αυθεντικό βασανίζομαι... ε... δν βαριέσαι, αφού αυτό είχα πρόχειρο για να κάνω post τι να κάνουμε; Με τον καιρό και οι υπόλοιπες από τον "βασανίζομαι".

Monday, April 5, 2010

Streetshots

Life is far too important a thing ever to talk seriously about. - Oscar Wilde
















Tuesday, January 26, 2010

Aesthetics of Decay part 1















Φωτογραφίες από παλιά, εγκαταλειμμένα σπίτια στην Αθήνα.


Υπάρχει κάτι σε αυτά τα σπίτια, ξεχασμένα ανάμεσα στα καινούργια, άλλα ετοιμόρροπα με τα κενά παράθυρά τους να κοιτάζουν τον ουρανό. Σκάλες στις οποίες δεν θα ξαναπερπατήσει κανείς, κλειδωμένες πόρτες με λουκέτα... όλοι μας τα έχουμε δει έστω και φευγαλέα στο κέντρο να μας παρατηρούν, μια ευκαιρία λοιπόν να τα δούμε λίγο πιο προσεκτικά.













Ελπίζω να σας αρέσει!





Ακολουθούν κι άλλες...

1st Post

Το πρώτο μου post λοιπόν... δεν ξέρω τι θα απογίνει αυτό το blog, πρώτη προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Ο σκοπός της δημιουργίας του είναι για να γίνει ένας χώρος για φωτογραφίες πέρα από το Facebook. Ίσως και η περιέργια για τα blogs. 
Οπότε, χωρίς πολλά λόγια, ας πιάσουμε δουλειά!
enjoy...