Friday, April 5, 2013

Το Δέντρο 4


Το επόμενο πρωί θα βρει την μητέρα μου με δάκρυα στα ταλαιπωρημένα μάτια της από τη νύστα, να κοιτάζει το Δέντρο και να σκέφτεται αν πρέπει να το κάψει, αν και ξέρει ότι αυτό δεν θα αλλάξει και κάτι. Αν και ξέρει ότι πάλι θα συμβεί το ίδιο πράγμα, είτε το δέντρο υπάρχει είτε όχι.
Εγώ… εγώ είμαι πια με τον προπάππου μου. "Είμαι." Περίεργο να λές "είμαι" για κάποιον που βρίσκεται στη δική μου θέση, μιας και το σώμα μου είναι τώρα πια με το Δέντρο. Κρέμεται από αυτό και αιωρείται σε μια αέναη στάση προσοχής. Μια προσοχή που απαιτεί το Δέντρο από την οικογένειά μου… και γιατί όχι; Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό το Δέντρο υπήρχε πάντα στη ζωή μου, στο μυαλό μου, και στη γη της οικογένειάς μου, στη ζωή της, και ίσως ήταν και το μόνο σταθερό πράγμα στη ζωή μου. Τώρα πια, ξέρω ότι η ζωή μου, καταβάθος ήταν ένα ψέμα… 
Ο προπάππους μου, μου τα εξήγησε όλα, λίγο πριν φύγει. Έχανε μια γενιά, μου είπε. Το Δέντρο… αλλά τελικά γινότανε, δεν γλίτωνε κανείς. 
"Δεν έφυγες ποτέ", μου είπε, "ούτε για να σπουδάσεις, ούτε για να δουλέψεις. Έφυγες, αλλά όχι όπως το θυμάσαι εσύ μέσα στο μυαλό σου, ή όπως θες να το θυμάσαι. Η μητέρα σου προσπάθησε πάρα πολύ Τομ, αλλά έπρεπε να ξέρει καλύτερα, όταν παντρεύτηκε τον πατέρα σου. Και αν δεν ήξερε, ο πατέρας σου έπρεπε να την είχε προειδοποιήσει. 4 χρόνια πέρασες εκεί πέρα Τομ, και η μητέρα σου, πλήρωσε και έκανε τα πάντα ώστε εσύ να έχεις αυτές τις πλαστές αναμνήσεις. Το Δέντρο όμως ξέρει, και περίμενε την κατάλληλη στιγμή που θα γυρνούσες και θα γινόταν το αναπόφευκτο. Βλέπεις… δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά τώρα μπορεί να σταματήσει σε εσένα, γι' αυτό ήρθα νωρίτερα. Για αυτό ήρθα τώρα. Δεν υπάρχει κανείς να συνεχίσει την γραμμή μας Τομ, οπότε με εσένα τελειώνει εδώ. Με εσένα το Δέντρο θα πέσει, θα μαραθεί, θα ξεραθεί, και η οικογένειά μας, η μητέρα σου θα ηρεμήσει… Συγχώρεσέ με Τομ." 
Δεν μπορούσα να νευριάσω με τον προπάππου μου… είχα τόσες ερωτήσεις να του κάνω. Η πιο βασική ήταν "Γιατί;" αλλά δεν είχαμε χρόνο. 
Το επόμενο πρωί είχε φτάσει και η μητέρα μου κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια το Δέντρο όπου από τα κλαδιά του κρεμότανε το σώμα μου. 
Είχαμε ξεγελάσει το Δέντρο όμως, και αυτό που ήταν πάνω από την οικογένειά μας τόσα χρόνια, τελείωνε εδώ. Δεν είχα απογόνους και κανείς δεν θα συνέχιζε το όνομα της οικογένειας. Θα χανότανε με την μητέρα μου. Ήξερα ότι η μητέρα μου θα το καταλάβαινε αυτό. 
Το Δέντρο είχε χάσει…

Αργότερα, όταν θα κατεβάσουν από το κλαδί και θα με ετοιμάσουν για την κηδεία μου, θα με ντύσουν και θα με βάψουν υπερβολικά σε μια μάταιη προσπάθεια να με κάνουν να δείχνω ζωντανός, θα πάνε να με βάλουνε στο φέρετρό μου, και κάποιος θα σκύψει από πάνω μου και θα νιώσει τη ζεστή μου ανάσα του στο πρόσωπό του. Θα νομίσει ότι είναι κάποιο αεράκι, ότι το μυαλό του του κάνει κόλπα, όταν όμως δει τα μάτια μου να ανοίγουν και τους γύρω του να ουρλιάζουν, τότε θα καταλάβει ότι για κάποιο λόγο είμαι ακόμη ζωντανός. 

Λίγο αργότερα η μητέρα μου δεν θα ξέρει αν πρέπει να κλάψει από τη χαρά της, ή από τη λύπη της. 

Το Δέντρο θα πάρει αυτό που του ανήκει. Το Δέντρο πάντα θα παίρνει αυτό που είναι δικό του. 

Είναι στην οικογένειά μας. Είναι στη γη της, στη ζωή της. 

Monday, March 11, 2013

Intermission















The car's on fire and there's no driver at the wheel
And the sewers are all muddied with a thousand lonely suicides
And a dark wind blows

The government is corrupt
And we're on so many drugs
With the radio on and the curtains drawn

We're trapped in the belly of this horrible machine
And the machine is bleeding to death

The sun has fallen down
And the billboards are all leering
And the flags are all dead at the top of their poles

It went like this:

The buildings tumbled in on themselves
Mothers clutching babies picked through the rubble
And pulled out their hair

The skyline was beautiful on fire
All twisted metal stretching upwards
Everything washed in a thin orange haze

I said: "kiss me, you're beautiful -
These are truly the last days"

You grabbed my hand and we fell into it
Like a daydream or a fever

We woke up one morning and fell a little further down -
For sure it's the valley of death

I open up my wallet
And it's full of blood


-Efrim Menuck

Wednesday, February 20, 2013

Το Δέντρο 3


Στο δίωρο που πέρασε και που μάταια προσπαθούσα να συνεφέρω την μητέρα μου, πέρασαν αρκετές σκέψεις από το μυαλό. Πρώτη απ' όλες, να ειδοποιήσω κάποια θεία μου. Ήρθε και έφυγε αυτή η σκέψη, γιατί γνωρίζοντας καλά την οικογένειά μου, και ειδικά τις θείες μου, ήξερα ότι μια λιποθυμία (όσο σοβαρός και να ήταν ο λόγος, που δεν ήξερα καν ακόμη) θα κατέληγε σε ένα μικρό δράμα. Έτσι προσπάθησα να την συνεφέρω μόνος μου. Η επόμενη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν γιατί να λιποθυμήσει μόλις της είπα το χρώμα των φύλλων; Ήταν τόσο τραγικό που ήταν καφέ τα φύλλα; Μάλλον… τι ήξερε η μητέρα μου και τι μου κρατούσε κρυφό για τον προπαππού μου τόσα χρόνια; Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου, τόσες πολλές που δεν κατάφερα να συγκρατήσω καμία Έτσι πέρασαν δυο ώρες και έτσι με βρήκε τελικά η μητέρα μου, καθισμένος δίπλα της να κοιτάζω το κενό και να σκέφτομαι πιθανά σενάρια για το τι μπορούσαν να σημαίνουν τα καφέ φύλλα. Λίγο μετά που συνήλθαμε και οι δύο, στο τραπέζι της κουζίνας, την ρώτησα.
"Τι σημαίνουν τα καφέ φύλλα;". Πήρε μια βαθιά ανάσα, την έβγαλε, και ο χρόνος που έκανε να μου απαντήσει μου φάνηκε μια αιωνιότητα. "Δεν πρέπει να κοιμηθείς απόψε. Ότι και να κάνεις, δεν πρέπει να σε πάρει ο ύπνος σήμερα". Σίγουρα υπήρχε μια τρέλα σε όλη την ιστορία. Σίγουρα υπήρχε και ιστορικό τρέλας στην οικογένειά μου… γι' αυτό ήμουν απόλυτος πια, μετά από αυτά που είχαν συμβεί σήμερα. Παρ' όλα αυτά κάτι μέσα μου φώναζε πως η μητέρα μου είχε δίκιο, πως έπρεπε να κάνω ότι λέει, πως δεν έπρεπε να την αμφισβητώ. Ίσως ήταν το μικρό παιδί μέσα μου, προγραμματισμένο να υπακούει τους γονείς του και να μην κάνει διαφορετικά. Ίσως ήταν μια βαθιά γνώση ότι η μητέρα μου ήξερε τι μου έλεγε, και ότι η τρέλα, τελικά δεν ήταν τρέλα, αλλά αλήθεια. Ίσως ήταν φόβος τελικά. Εν τέλει, αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή της μητέρας μου. Της είπα αν ήθελε να το πει σε κάποιον. Το "Όχι!" βγήκε από τα χείλη της πριν καν ολοκληρώσω την πρότασή μου. Δεν το συνέχισα.
Υπάρχουν λίγα πράγματα που μπορείς να κάνεις στο χωριό για να περάσεις τη μέρα σου, και τα έκανα όλα. Χάζεψα στο Ίντερνετ, είδα ταινίες, άκουσα μουσική, διάβασα, έπαιξα 30 γύρες πασιέντζα, έχασα 10 φορές από τον υπολογιστή στο σκάκι αλλά όλη την υπόλοιπη μέρα δεν μίλησα με την μητέρα μου. Ήταν σαν να είχαμε κάνει κάποια ιερή συμφωνία το πρωί ότι μέχρι να περάσει αυτή η βραδιά δεν θα μιλάγαμε μεταξύ μας, ότι κάπως έτσι θα γλίτωνα ότι είναι να γλιτώσω (αν δηλαδή υπήρχε κάτι να γλιτώσω) Κάποια στιγμή, χαμένος σε ένα από τα παιδικά μου βιβλία, σήκωσα το βλέμμα μου και είδα ότι είχε σκοτεινιάσει. Η μητέρα μου επέμενε να μείνω στο δωμάτιό μου, εκεί μέσα θα έπρεπε να ξαγρυπνήσω και επέμενε να μείνει μαζί μου, οπότε τώρα ήταν δίπλα μου καθισμένη και εκείνη μ' ένα βιβλίο στα γόνατά της και κοίταζε και εκείνη το σκοτάδι που είχε πέσει έξω από το παράθυρο. Γύρισε και με κοίταξε, και ήξερα ότι το βλέμμα της μου έλεγε "ετοιμάσου", μόνο που δεν ήξερα γιατί, για πιο πράγμα.
19:30. Τελείωσα τις 20.000 Λεύγες και ξεκίνησα το Από τη Γη στη Σελήνη.
23:30. Ταξίδεψα μαζί με τον Βερν και όταν τελείωσα και αυτό το βιβλίο γύρισα να κοιτάξω την μητέρα μου, η οποία είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα. Ένιωθα τα μάτια μου βαριά, το κορμί μου… βαρύ. Με το ζόρι σηκώθηκα και σκέπασα με τη κουβέρτα μου την μητέρα μου. Ξανακάθισα εξουθενωμένος στην καρέκλα μου, στα πόδια μου ένα ταιριαστό βιβλίο για την περίσταση… Stephen King, The Stand. Το βιβλίο που με είχε κάνει να ξενυχτίσω κάποτε και που σίγουρα θα ήταν ότι έπρεπε τώρα.
01:30. Ατελείωτες οι σελίδες διαδεχόντουσαν η μία την άλλη. Κεφάλαιο το κεφάλαιο, χαρακτήρας μετά από χαρακτήρα. Ο ήχος που έκαναν οι σελίδες καθώς τις γύρναγα μου φαινότανε εκκωφαντικός. Τα μάτια μου ήταν δυο πύρινες μπάλες και ένιωθα τώρα όλες τις τρίχες του σώματός μου να έχουν ξεσηκωθεί. Ο αυχένας μου ήταν ένα σιδερένιο παλούκι που κράταγε ένα βαρύ κεφάλι όρθιο. Εξάντληση. Επόμενη σελίδα.
03:00. Απελπισία. Απελπισία. Απελπισία.
04:25.
04:26.
04:… Χμμ… Το ρολόι ήταν περίεργο. Δεν… δεν έδειχνε πια την ώρα, και για κάποιο λόγο έκανε κρύο πάλι. Μάλλον ήμουν σε μια ενδιάμεση κατάσταση ύπνου- ξύπνιου. Σε μία υπνοτική νιρβάνα όπου ονειρευόμουν με ανοιχτά τα μάτια, σε έναν διαστρεβλωμένο κύκλο REM. Σίγουρα όχι κάτι καλό, αφού το επόμενο βήμα θα ήταν να με πάρει ο ύπνος. Και δεν θέλαμε να με πάρει ο ύπνος. Χμμ… Το ρολόι ήταν περίεργο, και σίγουρα… σίγουρα κανείς δεν είχε αφήσει το παράθυρο ανοιχτό πριν. Όχι, όχι… κανείς δεν θα έκανε κάτι τέτοιο έτσι; Μα κι όμως. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και γι' αυτό έκανε και κρύο τώρα. Και… α ναι… φυσικά. Φύλλα στο πάτωμα. Τα ίδια καφέ φύλλα στο πάτωμα. Χα! Μάλλον τελικά δεν τα κατάφερα να μείνω ξύπνιος.

"Όχι."

Η φωνή του προπάππου μου… έμοιαζε πάρα πολύ με τη δική μου.
Το χέρι του… πάνω στο δικό μου, ήταν αρκετά ζεστό για νεκρό. Παράξενο.

Saturday, January 26, 2013

Το Δέντρο 2


Δεν υπήρχε αμφιβολία Τόσα χρόνια οι ιστορίες τις μητέρας μου, είχαν τελικά τις επιπτώσεις τους, γιατί τώρα έχοντας ανοίξει τα μάτια μου και αφού τσίμπησα τον εαυτό μου, τώρα έβλεπα πραγματικά τον προπαππού μου να με κοιτάζει πίσω από το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου. Το παράθυρο που έβλεπε το Δέντρο. Το Δέντρο που είχε πάρει τον προπαππού μου. Ήταν εκπληκτικά όμοιος με τις φωτογραφίες που μου είχε δείξει η μητέρα μου. Αυτή η σκέψη με έκανε να αναρωτηθώ αν πραγματικά το είχα χάσει τελικά, καθώς αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο καλά φαινόταν να είναι ο προπαππούς μου, ο οποίος ήταν και συνονόματός μου..
Αφού βεβαιώθηκε ότι τον κοιτάζω, μάλλον, και αφού το δέντρο δήλωσε και εκείνο την παρουσία του, απλώνοντας κι  άλλο τις σκιές των κλαδιών του στο δωμάτιό μου, ο προπαππούς μου ξαναχτύπησε το τζάμι μου. ΤΟΚ ΤΟΚ ΤΟΚ. Στο τρίτο χτύπημα άφησε το δάχτυλό του εκεί, πάνω στο τζάμι, και με κοίταξε σαν να περίμενε κάτι να συμβεί. Σιγά- σιγά πλησίασα το δάχτυλό μου στο τζάμι. Τι θα μπορούσε να συμβεί; Ότι και να γινότανε δεν θα μπορούσε να είναι και πολύ κακό. Έτσι και αλλιώς ο συνονόματος, εδώ και αρκετό καιρό, νεκρός συγγενής μου στην άλλη πλευρά του παράθυρού μου, φαινότανε μια χαρά. Αποφάσισα να ακουμπήσω το τζάμι στο ίδιο σημείο με τον προπαππού μου..
Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί το παράθυρό μου ήταν ανοιχτό και το δωμάτιό μου ήταν καλυμμένο από την πρωινή υγρασία, χαρακτηριστικής εδώ στο χωριό. Αυτό όμως ήταν φυσιολογικό, μιας και κάπως είχε ανοίξει το παράθυρό μου χτες το βράδυ. Αυτό που ήταν περίεργο ήταν ότι το δωμάτιό μου είχε γεμίσει φύλλα από το Δέντρο… μόνο που τέτοια εποχή το Δέντρο δεν είχε φύλλα. Καμπανάκια χτυπούσαν στο κεφάλι μου για το ενδεχόμενο της τρέλας και αποφάσισα να τα ηρεμίσω πατώντας το εγκεφαλικό μου SNOOZE. Η μητέρα μου σίγουρα θα ήξερε κάτι παραπάνω. Τόσες φορές μου είχε πει την ιστορία για τον προπαππού μου. Μπορεί να είχε περάσει και κάποια άλλη ιστορία στην οικογένεια την οποία δεν μου την είχε πει ακόμη… Καθώς έλεγα την ιστορία στην μητέρα μου, οι εκφράσεις της αλλάζανε από φοβισμένη σε τρομοκρατημένη, παρ' όλα αυτά, έπρεπε να της τα πω. Τελειώνοντας μου έκανε μία και μοναδική ερώτηση. "Τι χρώμα είχαν τα φύλλα;" Της είπα ότι θα μπορούσαμε να πάμε στο δωμάτιό μου και να δούμε, αλλά αρνήθηκε και μου είπε ότι όσο το μπορούσε, δεν θα ξαναέμπαινε ποτέ στο δωμάτιό μου… Δεν ήθελα να το συνεχίσω, ήθελα απλά να μάθω αν τελικά το σόι μας είχε κάποιο ιστορικό σχιζοφρένειας "Καφέ" της είπα. "Όπως είναι το φθινόπωρο, λίγο πριν πέσουν"
Δεν έχω δει πολλές φορές την μητέρα μου να σοκάρεται. Η ζωή στο χωριό, και οι εμπειρίες τις μαζί με την γιαγιά μου, την είχαν σκληρύνει αρκετά. Ειδικά στα μεταφυσικά θέματα, οι αντοχές της ήταν πάρα πολύ καλές. Όμως τώρα, προσπαθούσα να την συνεφέρω από την πρόσφατη λιποθυμία της… Αυτά τα Χριστούγεννα γινόντουσαν όλο και πιο περίεργα…