Wednesday, August 4, 2010

the brides


   Περιμένανε... ακίνητες και αμίλητες εκεί, στημένες, καταδικασμένες να κοιτάζουν όλο αυτό τον κόσμο να περνάει κάτω από τα πόδια τους. Εκείνες έπρεπε να περιμένουν όμως για κάποιον που θα έρθει να πάρει τα ρούχα τους και μαζί την μια τους ευκαιρία να γίνουν ανθρώπινες γυναίκες και όχι σκιερές κούκλες πίσω από βιτρίνες.
   Είχε περάσει πια καιρός όμως από την τελευταία φορά που ήρθε κάποιος να ψωνίσει, και τώρα απλά έβλεπαν τον κόσμο να περνάει από κάτω, αδιάκοπα… Ένα βράδυ, εκείνη είδε ένα ζευγάρι. Εκείνη ήταν μόνο λίγο καιρό εδώ και ακόμη είχε ελπίδα. Όταν είδε το ζευγάρι να κάθεται στη πλατεία, σκέφτηκε «Να, μπορεί να της κάνει πρόταση τώρα και να χρειάζεται νυφικό...», κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, αφού μετά από λίγο απλά συνεχίσανε τη βόλτα τους.
   Μετά από εκείνο το βράδυ, τους ξαναείδε και άλλες φορές, και κάθε φορά περίμενε την πρόταση, περίμενε το επόμενο πρωί που θα έμπαιναν στο μαγαζί, θα την κοίταζαν και θα διάλεγαν το δικό της νυφικό. Όμως κάτι τέτοιο, δεν έγινε ποτέ. Δεν σταμάτησε να ελπίζει και κοίταζε ακόμη έξω από τη βιτρίνα, κάτω στη πλατεία για το ζευγάρι όμως μετά από καιρό δεν το ξαναείδε. Υπήρξαν άλλα ζευγάρια, και κάθε φορά η ίδια ελπίδα, η ίδια προσμονή. Οι μήνες, έγιναν χρόνια μα η ελπίδα της δεν χάθηκε ποτέ. Τα χρόνια περνάγανε και περνάγανε, μερικές άλλες έφυγαν από τις βιτρίνες, εκείνη όμως έμενε εκεί. Το κάποτε, κάτασπρο νυφικό της είχε γίνει κίτρινο και μαύρο σε μερικά σημεία. Μια θλίψη την έπιασε και σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα έχανε και περισσότερο την ελπίδα της.
   Ένα βράδυ είδε πάλι το ζευγάρι μετά από χρόνια. Είχανε μεγαλώσει και οι δύο αρκετά, αλλά δεν φαινόντουσαν πια σαν ζευγάρι. Μέσα στην απόγνωσή της, μέσα στη θλίψη της προσπάθησε να κουνηθεί. Στην αρχή δεν τα κατάφερα αλλά μετά από λίγο κατάφερε να κουνήσει λίγο το χέρι της. Δεν άντεχε άλλο εδώ μέσα, σε αυτό το κουτί της βιτρίνας, έπρεπε να φύγει και να πάει κάτω σε αυτούς που ανήκει. Ήταν η σειρά της πια και περίμενε χρόνια γι’ αυτό και το ζευγάρι δεν θα καθόταν για πολύ ακόμη, οπότε, έπρεπε να κάνει γρήγορα.
   Κατάφερε να κουνήσει και το άλλο χέρι της. Δεν έβρισκε κάποιο τρόπο να ανοίξει πίσω της το κουτί και έτσι άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε μέσα στη βιτρίνα για να σπάσει με το βάρος της το κουτί και να μπορέσει να φύγει. Χτυπούσε μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί. Μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί... μία στη βιτρίνα…

   Ακόμη και τώρα, κανείς δεν ξέρει πως μια κούκλα βρέθηκε από μια βιτρίνα, στο δρόμο, στη πλατεία... ούτε πως το χέρι της βρέθηκε να ακουμπάει στο παγκάκι που καθόταν το ζευγάρι.… 

No comments:

Post a Comment