Wednesday, September 22, 2010

Things in the Attic of the Universe part 2


Τότε, πριν από χρόνια, όταν είχαν πρωτοέρθει εδώ για μια βόλτα είχαν πει ότι αν χρειαζότανε ποτέ να το δώσουν, θα το έφερναν εδώ. Μόνο εδώ, ίσως υπήρχε η πιθανότητα να το ξαναβρούν. Η συζήτηση αυτή κόπηκε πολύ γρήγορα, κανένας από τους δύο δεν ήθελε να το σκέφτεται. Όταν μετά από μερικά χρόνια αναγκαστήκανε να το φέρουν εδώ, εκείνη δεν ήρθε μέχρι την πλατεία. Τον περίμενε στο σταθμό γιατί δεν μπορούσε να το αποχωριστεί, σήμαινε τόσα πολλά και για τους δύο μα τα πράγματα είχαν έρθει έτσι που έπρεπε να το κάνουν.
   Μέσα της, καθώς περίμενε στο σταθμό, πίστευε ότι δεν θα κατάφερνε να το δώσει. Περίμενε υπομονετικά να τον δει να γυρίζει, μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του, να της λέει ότι δεν χρειάζεται να το δώσει και ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν έγινε έτσι. Μόλις τον είδε να πλησιάζει τον σταθμό με το κεφάλι σκυφτό, κατάλαβε… 
   Εκείνη πέθανε λίγα χρόνια μετά. Παραδόθηκε στη στεναχώρια της και απλά παραιτήθηκε από τη ζωή και εκείνος... εκείνος, προσπάθησε να ζήσει. Μέσα από πολύ αλκοόλ, από ατελείωτη στεναχώρια και λαβύρινθους φαντασιώσεων κατάφερε να ξεφύγει και να επανέλθει στη «ζωή» μ’ ένα μοναδικό σκοπό. Να το ξαναβρεί, να το επιστρέψει σε εκείνη και μετά να ξεκουραστεί και αυτός. Έτσι, για χρόνια, τόσα που είχε ξεχάσει πια πόσα είχαν περάσει, έψαχνε και κάθε φορά που ένοιωθε ότι θα το βρει τόσο πιο μακριά ήταν. Σήμερα όμως, ένοιωθε διαφορετικά. Σήκωσε το κεφάλι του για να δει που βρίσκεται. Μάλλον είχε περπατήσει αρκετά και είχα απομακρυνθεί από την πλατεία και τον σταθμό, το δρομάκι που βρισκότανε δεν του θύμιζε κάτι. Αγχώθηκε γιατί σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε χαθεί και σκοτείνιαζε σιγά σιγά… Το σκοτάδι αγκάλιαζε το στενάκι που περπατούσε και του έδινε την εντύπωση ότι έπνιγε το φως, αργά αλλά σταθερά το στενό γινότανε όλο και πιο σκοτεινό, δεν μπορούσε όμως να σταματήσει να περπατάει, κάτι τον έκανε να βάζει το ένα πόδι μετά το άλλο, με τον ίδιο μονότονο ρυθμό, σε ένα δρόμο που δεν ήξερε που κατέληγε.
   Είχε σκοτεινιάσει τόσο πια που δεν μπορούσε να δει που πήγαινε... ήθελε να σταματήσει; Ίσως, κάποια στιγμή να θέλησε, τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να συνεχίσει να περπατάει. Πόση ώρα να είχε περάσει; Δεν ήξερε και… πραγματικά δεν τον ένοιαζε. Η χαρά μέσα του υπήρχε ακόμη, τώρα πιο δυνατή από ποτέ και με κάθε βήμα, άφηνε πίσω του όλες του τις αμφιβολίες. Με κάθε βήμα, άφηνε πίσω του, τους φόβους του, τα άγχη του. Με κάθε βήμα, έφτανε πιο κοντά σε κάτι.
   Τώρα το έβλεπε για πρώτη φορά, τώρα τον άφηναν τα πάντα γύρω του να το δει. Ένα μικρό κίτρινο φως, κάπου στο τέλος του δρόμου, τρεμόπαιζε σαν να ήταν κερί και τον καλούσε να πάει προς τα εκεί. Το ένα πόδι ακολουθούσε το άλλο και για αρκετή ώρα συνέχισε να περπατάει, να πηγαίνει προς το φως, νοιώθοντας εγκλωβισμένος σε ένα αέναο βάδισμα... Δίψα, πείνα, κούραση, όλα αυτά είχαν χαθεί πια από πάνω του, το μόνο που είχε απομείνει ήταν ελπίδα, ελπίδα ότι στο φως θα τελείωνε το ταξίδι του. Έτσι ένοιωθε πια, ότι έκανε ένα ταξίδι... Αν και ήταν καλοκαίρι, άρχισε να κρυώνει, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον εαυτό του αλλά το κρύο γινότανε ολοένα και πιο έντονο. Ξαφνικά, από το πουθενά άρχισε να χιονίζει και συνέχισε για αρκετό διάστημα.  Του φάνηκε ότι το φως πλησίαζε και όντως έτσι ήταν. Το χιόνι σταμάτησε και ξεκίνησε μια καταιγίδα. Τον έσπρωχνε προς τα πίσω, αλλά εκείνος με πείσμα, έβαζε το ένα πόδι μετά το άλλο, έτριξε τα δόντια του και συνέχισε. Δεν είχε χάσει ούτε την ελπίδα του, ούτε την χαρά του γιατί έβλεπε το φως να έρχεται όλο και πιο κοντά. Η καταιγίδα έδωσε την σειρά της σε ένα ψιλόβροχο, και όταν πια το φως τον τύφλωνε, είδε γύρω του λουλούδια να ανθίζουν…
   Λίγο πριν ξαναγυρίσει στη σωστή εποχή, είχε φτάσει στο φως. Σταμάτησε να περπατάει σαν κάποιος να του έκλεισε ένα διακόπτη. Μπροστά του βρισκόταν το φως, εκτυφλωτικό, τόσο που του ήταν αδύνατο τώρα να διακρίνει κάτι άλλο. Έμεινε εκεί, χαμένος στο φως κάποιο διάστημα, μέχρι που αυτό εξασθένησε λιγάκι και μπόρεσε να δει μια πόρτα. Μηχανικά την άνοιξε, δεν σκεφτότανε πια, δεν υπήρχε κανένας φόβος.
   Πέρασε μέσα…
   Την είδε να του χαμογελάει... Είχε απλώσει το χέρι της και του έκανε νόημα να έρθει κοντά της. Του έλεγε κάτι αλλά δεν υπήρχε ήχος. Μόνο φως που την έλουζε…  Το ένα πόδι ακολουθούσε το άλλο και εκείνος πήγαινε κοντά της. Κατάφερε μέχρι και να καταλάβει τι του έλεγε... «δεν χρειάζεται να ψάχνεις άλλο...»
   Με κάθε του βήμα, βρισκόταν όλο και πιο κοντά της, μέχρι που έφτασε στην αγκαλιά της.

Η πόρτα πίσω του έκλεισε...

Το πρωί της Κυριακής, ο πρώτος πωλητής που πήγε στην πλατεία τον βρήκε εκεί ξαπλωμένο. Ήταν χαμογελαστός και είχε τυλίξει τα χέρια γύρω του…

Tuesday, September 21, 2010

Things in the Attic of the Universe part 1


Έψαχνε τα πράγματα που είχαν ρίξει οι πωλητές κάτω στην πλατεία και ο κόσμος περνούσε αδιάφορα, ασταμάτητα γύρω του. Το βλέμμα του πήγαινε πάνω κάτω στα πράγματα… παλιά παιχνίδια, νομίσματα, μετάλλια, επιγραφές μαγαζιών, διαφημίσεις ξεχασμένες στο χρόνο αλλά αυτό που έψαχνε τόσο καιρό, που είχε αναγκαστεί κάποτε να δώσει και τώρα το ζητούσε πάλι, αυτό δεν το έβλεπε πουθενά.
   Οι πωλητές μεταξύ τους τον έδειχναν ο ένας στον άλλον και στους άλλους πελάτες , κρυφά, πίσω από τη πλάτη του. Τον ήξεραν πια και ήξεραν ότι κάθε Σάββατο ήταν εδώ και έψαχνε, όλοι ήλπιζαν στο ότι κάποια μέρα, κάποιος θα βρεθεί που θα έχει αυτό που ψάχνει και ένα Σάββατο θα έβλεπαν επιτέλους το πρόσωπό του να χαμογελά, να λάμπει και εκείνον να φεύγει ευτυχισμένο... μέχρι τώρα, ο κόσμος που δεν ήξερε τον προσπερνούσε και εκείνος… απλά έλπιζε.
   Δεν το ήξεραν, αλλά ένοιωθε καλά… ήταν αισιόδοξος… και δεν ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Για κάποιο λόγο σήμερα ένοιωθε ότι κάτι θα πάει καλά. Σπάνια ένοιωθε έτσι και τις λίγες φορές που του συνέβαινε πάντα κρατούσε την χαρά μέσα του, βαθειά κρυμμένη, γιατί κάθε φορά κάτι πήγαινε στραβά στο τέλος. Είχε μάθει τόσο καιρό ότι, τίποτα δεν είναι τσάμπα στο σύμπαν, ότι ακόμη και μια μεγάλη χαρά πρέπει να ακολουθείται από μία μεγάλη θλίψη. Έτσι, για να υπάρχει ισορροπία… έτσι πίστευε και τίποτα δεν θα του άλλαζε την γνώμη. Οπότε, σήμερα ήταν χαρούμενος, αλλά επιφυλακτικός. Συνέχισε την βόλτα του όπως πάντα, με το ίδιο δρομολόγιο, τις ίδιες στάσεις σε κάθε πωλητή, πέρασε από τα ίδια στενά, είδε και ξαναείδε πράγματα τα οποία είχε δει χιλιάδες φορές στις τόσες φορές που είχε έρθει αλλά όπως πάντα, δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Κανονικά, στο τέλος της βόλτας του, απογοητευμένος έφευγε και γύριζε σπίτι, σήμερα όμως, κάτι τον κρατούσε εδώ και για κάποιο λόγο, ένοιωθε ότι έπρεπε να μείνει, έτσι συνέχισε την βόλτα του, ξαναείδε τα ίδια πράγματα, βαρέθηκε, αλλά δεν μπορούσε να φύγει. Κάθε φορά που έκανε να πάει προς τον σταθμό, γύρναγε πίσω. Του είχε καρφωθεί η ιδέα ότι κάτι θα συνέβαινε και έπρεπε να μείνει... και αυτή η χαρά... δεν είχε φύγει ακόμη.
   Η ώρα πέρασε και σιγά σιγά, οι πωλητές άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους, μερικοί τον χαιρετούσαν και άλλοι τον κοιτάζανε περίεργα με ένα βλέμμα σαν να του λένε «εσύ δεν θα φύγεις;». Αν μπορούσε θα τους απαντούσε... «όχι»... κάτι τον κράταγε εδώ σήμερα και αυτή η χαρά... σκέφτηκε να περπατήσει λίγο, να ξαναπεράσει από τα ίδια στενά, να κάνει την συνηθισμένη βόλτα του μπας και έχει μείνει κανείς πίσω. Ξεκίνησε. Φεύγοντας από την πλατεία, έστριψε στο πρώτο στενό που βρήκε, δεν κοίταζε γύρω του πια, απλώς περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του.