Tuesday, September 21, 2010

Things in the Attic of the Universe part 1


Έψαχνε τα πράγματα που είχαν ρίξει οι πωλητές κάτω στην πλατεία και ο κόσμος περνούσε αδιάφορα, ασταμάτητα γύρω του. Το βλέμμα του πήγαινε πάνω κάτω στα πράγματα… παλιά παιχνίδια, νομίσματα, μετάλλια, επιγραφές μαγαζιών, διαφημίσεις ξεχασμένες στο χρόνο αλλά αυτό που έψαχνε τόσο καιρό, που είχε αναγκαστεί κάποτε να δώσει και τώρα το ζητούσε πάλι, αυτό δεν το έβλεπε πουθενά.
   Οι πωλητές μεταξύ τους τον έδειχναν ο ένας στον άλλον και στους άλλους πελάτες , κρυφά, πίσω από τη πλάτη του. Τον ήξεραν πια και ήξεραν ότι κάθε Σάββατο ήταν εδώ και έψαχνε, όλοι ήλπιζαν στο ότι κάποια μέρα, κάποιος θα βρεθεί που θα έχει αυτό που ψάχνει και ένα Σάββατο θα έβλεπαν επιτέλους το πρόσωπό του να χαμογελά, να λάμπει και εκείνον να φεύγει ευτυχισμένο... μέχρι τώρα, ο κόσμος που δεν ήξερε τον προσπερνούσε και εκείνος… απλά έλπιζε.
   Δεν το ήξεραν, αλλά ένοιωθε καλά… ήταν αισιόδοξος… και δεν ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Για κάποιο λόγο σήμερα ένοιωθε ότι κάτι θα πάει καλά. Σπάνια ένοιωθε έτσι και τις λίγες φορές που του συνέβαινε πάντα κρατούσε την χαρά μέσα του, βαθειά κρυμμένη, γιατί κάθε φορά κάτι πήγαινε στραβά στο τέλος. Είχε μάθει τόσο καιρό ότι, τίποτα δεν είναι τσάμπα στο σύμπαν, ότι ακόμη και μια μεγάλη χαρά πρέπει να ακολουθείται από μία μεγάλη θλίψη. Έτσι, για να υπάρχει ισορροπία… έτσι πίστευε και τίποτα δεν θα του άλλαζε την γνώμη. Οπότε, σήμερα ήταν χαρούμενος, αλλά επιφυλακτικός. Συνέχισε την βόλτα του όπως πάντα, με το ίδιο δρομολόγιο, τις ίδιες στάσεις σε κάθε πωλητή, πέρασε από τα ίδια στενά, είδε και ξαναείδε πράγματα τα οποία είχε δει χιλιάδες φορές στις τόσες φορές που είχε έρθει αλλά όπως πάντα, δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Κανονικά, στο τέλος της βόλτας του, απογοητευμένος έφευγε και γύριζε σπίτι, σήμερα όμως, κάτι τον κρατούσε εδώ και για κάποιο λόγο, ένοιωθε ότι έπρεπε να μείνει, έτσι συνέχισε την βόλτα του, ξαναείδε τα ίδια πράγματα, βαρέθηκε, αλλά δεν μπορούσε να φύγει. Κάθε φορά που έκανε να πάει προς τον σταθμό, γύρναγε πίσω. Του είχε καρφωθεί η ιδέα ότι κάτι θα συνέβαινε και έπρεπε να μείνει... και αυτή η χαρά... δεν είχε φύγει ακόμη.
   Η ώρα πέρασε και σιγά σιγά, οι πωλητές άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους, μερικοί τον χαιρετούσαν και άλλοι τον κοιτάζανε περίεργα με ένα βλέμμα σαν να του λένε «εσύ δεν θα φύγεις;». Αν μπορούσε θα τους απαντούσε... «όχι»... κάτι τον κράταγε εδώ σήμερα και αυτή η χαρά... σκέφτηκε να περπατήσει λίγο, να ξαναπεράσει από τα ίδια στενά, να κάνει την συνηθισμένη βόλτα του μπας και έχει μείνει κανείς πίσω. Ξεκίνησε. Φεύγοντας από την πλατεία, έστριψε στο πρώτο στενό που βρήκε, δεν κοίταζε γύρω του πια, απλώς περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του.

No comments:

Post a Comment