Wednesday, February 16, 2011

Black Noise - White Rain Part 3


Τόση ώρα δεν με είχανε πάρει χαμπάρι. Τόση ώρα είχαν χαθεί στη κουβέντα τους και στο τι θα με κάνουν. Τώρα όμως με προσέχανε. Τώρα εκείνη ήταν από επάνω μου και φώναζε πανικόβλητη και εκείνος χτύπαγε να του ανοίξουν με την ίδια λύσα που προσπαθούσα εγώ να λυθώ. Είδα αυτή να βγάζει μία σύριγγα και να προσπαθεί να με τρυπίσει, βλέποντας την σύριγγα άρχισα να κοπανιέμαι φμε περισσότερη λύσσα.
   Τα χέρια μου ελευθερώθηκαν τελικά, τα δεσμά μου έσπασαν, παραδόθηκαν στην λύσσα μου και εκείνη ήταν ακόμη από πάνω μου. Δίχως να το καταλάβω τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό της και άρχισαν να σφίγγουν με δύναμη. Εκείνος ακόμη χτυπούσε την πόρτα και ούρλιαζε να του ανοίξουν αλλά κανείς δεν ερχότανε. Χαμογελούσα... γιατί εκείνος θα ήταν ο επόμενος και γιατί μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση του πόσο αδύναμος ήταν ο λαιμός της στα χέρια μου. Πόσο εύκολα τον ένοιωθα να λυγίζει στα χέρια μου, πόσο εύκολα μπορούσα να τον σπάσω... αλλά δεν θα της έδινα αυτή την ικανοποίηση. Ένοιωθα τον χτύπο της καρδιάς της στα δάχτυλά μου, όλο και πιο γρήγορο, το αίμα που προσπαθούσε να περάσει από τις στενές φλέβες τις και να πάει στον εγκέφαλό της και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να το κάνω πιο δύσκολο, να σφίξω περισσότερο. Έσφιξα κι άλλο... το πρόσωπό της είχε μια έκφραση απογοήτευσης, ίσως και στεναχώριας. Σταμάτησα να χαμογελάω και αφοσιώθηκα στο πρόσωπό της. Παρ’ όλο που τώρα έσφιγγα ακόμη περισσότερο, που σε λίγο θα πέθαινε είδα την απογοήτευση και την στεναχώρια να φεύγει από το πρόσωπό της, τα συνασθήματα αυτά να τα ξεπλένει μια ηρεμία, σαν το πρώτο νερό στο πρωϊνό ξύπνημα. Τώρα πια δεν μπορούσα να σταματήσω, δεν το θεωρούσα σωστό, όταν εκείνη είχε φτάσει σ’ ένα τέτοιο στάδιο. Ήμουν σίγουρος ότι κόντευε στο τέλος, ότι δεν θα άντεχε άλλο και ότι τώρα έβλεπε αυτό που λέγαν όλοι... τη ζωή της να περνάει μπροστά της. Χαλάρωσα λίγο τα χέρια μου ώστε να καθυστερήσω λίγο το πέρασμά της. Ήθελα να τα δει όλα... τις καλές και τις κακές στιγμές, τα λάθη που είχε κάνει και που με οδήγησαν εδώ σε αυτό το κρεβάτι, σε αυτή τη πράξη. Έπρεπε να τα δει όλα για να καταλάβει...
   Αυτή ήταν μια περίεργη σκέψη... Είχα σχεδόν καταλήξει ότι έβλεπα ένα πολύ άσχημο όνειρο, ότι θα ξυπνούσα από λεπτό σε λεπτό και θα βρισκόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι με εκείνη δίπλα μου, να αναπνέει σταθερά και να με κοιμίζει με τον ήχο της αναπνοής της. Πριν λίγο, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι έτσι θα γινότανε και τώρα ήθελα τόσο πολύ να δώσω τέλος στη ζωή αυτής και αυτού, που τώρα είχε σωριαστεί στο πάτωμα και έκλαιγε σαν μικρό παιδί... Ποια ήταν η πραγματικότητα και ποιο το όνειρο; Το μυαλό μου, μου έλεγε ότι αυτό ήταν ένα όνειρο, ότι μόλις τελείωνα μαζί της θα ξυπνούσα... η καρδιά μου όμως είχε άλλη άποψη για την πραγματικότητα... κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι δεν μου καθότανε καλά. Το μυαλό μου όμως δεν εγκατέλειπε τόσο εύκολα. Αν δεν ήταν όνειρο, τότε γιατί δεν είχε έρθει κανείς να ανοίξει την πόρτα; Στην πραγματικότητα, κάποιος θα άκουγε τις φωνές του, κάποιος θα άνοιγε την πόρτα, θα έμπαινε μέσα και θα τους έσωζε. Αλλά...
   Αλλά δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο. Ήταν ένα άσχημο όνειρο και τίποτα άλλο... Γέλαγα, δυνατά, ήμουν χαρούμενος και με χαρά έσφιξα κι’ άλλο τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό της μέχρι που άκουσα ένα κρακ, σαν να σπάει ένα μικρό κλαδάκι και μετά απλά δεν ένοιωθα πια το αίμα να προσπαθεί να πάει στον εγκέφαλό της... δεν προσπαθούσε να πάει πουθενά πια. Την άφησα και έπεσε στο πάτωμα. Εκείνος τώρα πια από τον τρόμο του είχε σταματήσει και να κλαίει... είχε απλά λιποθυμήσει...  Έλυσα και τα δεσμά από τα πόδια μου, σηκώθηκα και πήγα δίπλα του.
«Μην ανησυχείς... είναι όλα ένα όνειρο, και σε λίγο που θα ξυπνήσω όλα θα είναι μια χαρά... είσαστε και οι δύο πρόσωπα της φαντασίας μου... όλα είναι ένα άσχημο όνειρο!»
   Άρχισα να γελάω πάλι...
Ξάπλωσα δίπλα της, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα...
... στην αρχή βλέπω όπως πάντα, μόνο το σκοτάδι. Σκοτάδι παντού, να απλώνεται και εγώ να χάνομαι μέσα του. Για λίγο υπάρχει μόνο αυτό, μετά νοιώθω τα μάτια μου να τρεμοπαίζουν μέσα στα βλέφαρα μου, διαμαρτύρονται που τα έκλεισα εκεί μέσα ενώ εκείνα θέλουν να μείνουν ανοιχτά για να ονειρευτούν, είμαι σίγουρος, όχι για να δουν τον κόσμο. Μέσα στο σκοτάδι αρχίζουν να εμφανίζονται σχήματα... τετράγωνα, πολύεδρα, κύκλοι, αλλάζουν όλα τα χρώματα και σιγά σιγά το ένα σχήμα διαδέχεται το άλλο. Οι κύκλοι γίνονται πολύεδρα, τα τετράγωνα, κύκλοι και κάθε λίγο αλλάζουν χρώματα. Μια ψυχεδέλεια χρωμάτων λαμβάνει χώρο μέσα στα κλειστά μου βλέφαρα και δυστυχώς ο μόνος που το βλέπει είμαι εγώ.  
Άνοιξα τα μάτια μου.
Ήμουν στο κρεβάτι μου, στο σπίτι μου. Δίπλα μου ήταν εκείνη και όλα ήταν ήρεμα, ήσυχα, όπως τα είχα αφήσει λίγο πριν. Ξαναέκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ακούσω την αναπνοή της που πάντα με νανούριζε. Όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο ήσυχα... τόσο ήσυχα... δεν μπορούσες να ακούσεις τίποτα... μόνο μια ανάσα. 
Μόνο μία.

Wednesday, January 26, 2011

Black Noise - White Rain Part 2


 Η φωνή σταμάτησε, ή τουλάχιστον δεν φώναζε τώρα γιατί δεν με ενοχλούσε τόσο πια. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να ξεθαμπώσω λίγο την όρασή μου. Μπορούσα να εστιάσω μόνο στη γυναίκα και τώρα αυτή είχε φύγει από πάνω μου και δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο. Κούνησα λίγο το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, όλα ήταν τόσο άσπρα... Τώρα μπορούσα να ακούσω και μια άλλη φωνή, πάλι δεν μπορούσα να διακρίνω τι ακριβώς έλεγε αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν η φωνή της γυναίκας, αλλά ότι ήταν αντρική φωνή. Ίσως τώρα αυτή να μιλούσε με κάποιον... Συγκεντρώθηκα όσο μπορούσα.
«... είναι πια σε προχωρημένο στάδιο και ίσως θα ήταν καλύτερα.», έλεγε ο άντρας... τι θα ήταν καλύτερα; Τι ήταν σε προχωρημένο στάδιο; ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΣΕ; Ήθελα να ουρλιάξω, να σηκωθώ και να αρχίσω να φωνάζω, αλλά δεν μπορούσα. Το μόνο που κατάφερα ήταν να μουγκρίσω λιγάκι αν και αυτό τους τράβηξε την προσοχή.
«Εχμ... Μήπως δεν τον έπιασε;», ο άντρας ρωτούσε την γυναίκα. Εκείνη ήρθε από επάνω μου και άναψε πάλι εκείνο το φως μέσα στα μάτια μου.
«Όχι... μια χαρά τον έχει πιάσει. Νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε άνετα.»
   Ήθελα τόσο πολύ να μάθω σε τι θα προχωρούσανε. Βασικά, καλό θα ήταν να μου λέγανε και που βρισκόμουν κιόλας γιατί το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου... και τώρα; Τώρα ήμουν πάλι ξαπλωμένος αλλά εδώ, σ’ ένα σκληρό κρεβάτι, δεμένος με μια τρελή και έναν τρελό από επάνω μου να μιλάνε για μένα λες και είμαι κάποιο πειραματόζωο...
«Πότε ήταν η τελευταία φορά;», πάλι μίλαγε αυτός.
«Νομίζω προχτες... στην καθημερινή μας συνεδρία μου είπε πάλι οτι θεωρεί οτι αυτός ο κόσμος είναι ψεύτικος και ότι στην πραγματικότητα δεν τον ανησυχεί αν θα πάθει κάτι, γιατί πολύ απλά θα ξυπνήσει στον κανονικό κόσμο ότι και να πάθει.»
«Μάλιστα... και τότε τι έκανε;»
«Προσπάθησε να αυτοκτονήσει... φταίω κ εγώ... είχα αφήσει έναν χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο μου, απλά δεν πίστευα ότι θα έφτανε μέχρι εκεί. Το βασικό είναι ότι ζει σ’ έναν δικό του κόσμο, είναι χαμένος σε μια δική του πραγματικότητα όπου εκεί, απ’ ότι έχω καταλάβει, είναι χαρούμενος. Ίσως να θέλει να μπλοκάρει κάποια πράγματα, ίσως να είναι όντως πολύ καλύτερα εκεί... πάντως προτείνω να μείνει σε αυτή την κατάσταση μέχρι να χαλαρώσει κάπως για να μπορέσω να τον μεταφέρω με τους άλλους πάλι...»
   Συνέχισανε να μιλάνε για μένα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Ήταν όντως έτσι τα πράγματα; Για κάποιο λόγο αδυνατούσα να το πιστέψω. Αυτή η αθλιότητα δεν μπορούσε να είναι ο πραγματικός κόσμος. Μορφές τις φαντασίας μου, ίσως... ναι... αυτό ήταν... Κάπως ο εαυτός μου ήθελε να με κρατήσει εδώ σε αυτόν τον αρρωστημένο κόσμο και ήθελα να με κάνει να πιστέψω αυτή την εκδοχή για πραγματικότητα. Αλλά ήξερα ότι δεν είναι έτσι. Έκανα πάλι μια προσπάθεια να κουνηθώ. Με είχαν δέσει σφιχτά, αλλά ένοιωθα μια δύναμη μέσα μου. Ξανά και ξανά, σιγά σιγά, προσπάθησα να κουνήθω και είδα ότι μπορούσα να κουνηθώ και να βάλω και περισσότερη δύναμη σιγά σιγά. Έτσι ξεκίνησα να κουνιέμαι δεξιά και αριστερά. Ένοιωθα τα δεσμά μου να προσπαθούν να με κρατήσουν και μόνο αυτό, το οτι θέλανε να με κρατήσουν κάτω με έκανε να κοπανιέμαι με περισσότερη δύναμη, σε τέτοιο σημείο που έφτασα σχεδόν λυσασμένα να κοπανιέμαι...
   Τόση ώρα δεν με είχανε πάρει χαμπάρι. Τόση ώρα είχαν χαθεί στη κουβέντα τους και στο τι θα με κάνουν. Τώρα όμως με προσέχανε. Τώρα εκείνη ήταν από επάνω μου και φώναζε πανικόβλητη και εκείνος χτύπαγε να του ανοίξουν με την ίδια λύσα που προσπαθούσα εγώ να λυθώ. Είδα αυτή να βγάζει μία σύριγγα και να προσπαθεί να με τρυπίσει, βλέποντας την σύριγγα άρχισα να κοπανιέμαι με περισσότερη λύσσα.