Monday, December 3, 2012

Το Δέντρο 1

Ποτέ δεν πίστεψα την ιστορία για το δέντρο στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού.
Κάθε Χριστούγεννα η μητέρα μου συνήθιζε να μαζεύει όλους τους συγγενής μου και ο κάθε ένας είχε μια διαφορετική ιστορία για το δέντρο. Όλες όμως είχανε το ίδιο τέλος. Με τον προπαππού μου να πεθαίνει στα κλαδιά αυτού του δέντρου. Φυσικά το πως άλλαζε από θείο σε θείο ή από θεία σε θεία και κάθε φορά, στο τέλος αφού είχανε φύγει όλοι, η μητέρα μου, μου έλεγε ξανά την δική της ιστορία, θυμίζοντάς μου πάντοτε ότι είναι και η πραγματική. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν και η μόνη που μου άρεσε.
Ένα ήταν σίγουρο 
όμως… ότι δεν ήταν και τα πιο κατάλληλα Χριστούγεννα για ένα παιδί που μεγαλώνει, να του λένε κάθε φορά πως πέθανε ο προπαππούς του. Σίγουρα αρκετά προβλήματα που έχω τώρα να οφείλονται στο τότε, ακόμη πιο σίγουρο είναι ότι ένας ψυχίατρος θα έκανε πάρτι μαζί μου, όμως ποτέ δεν χρειάστηκε να πάω σε έναν, δεν είχα κάτι να του πω και πέρα από αυτό… εγώ ήξερα την πραγματική ιστορία. Η πραγματική ιστορία ήταν αυτή που μου είχε πει η μητέρα μου.
Εκείνη έμενε ακόμη στο σπίτι, το δέντρο υπήρχε ακόμη όταν έφυγα εγώ για να πάω στην πόλη για σπουδές και τελικά να μείνω για δουλειά. Κάτι που η μητέρα μου ποτέ δεν χώνεψε τελείως. Κάθε Χριστούγεννα γύριζα και κάθε Χριστούγεννα μου έλεγε το ίδιο πράγμα. “Δεν ήμαστε πλάσματα της πόλης 
Τομ, ποτέ δεν ήμασταν εδώ ανήκεις, εδώ στο αγρόκτημα, στο σπίτι σου. Στο χωριό.” Κάτι στον τρόπο που έλεγε “πλάσματα” μου κινούσε την περιέργεια, μαζί με άλλα αισθήματα μέσα μου τα οποία δεν μπορούσα να χαρακτηρίσω… το δικαιολογούσα απλώς λέγοντας ότι όλο μου το σόι ήταν τρελοί, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσω και εγώ.
Έτσι λοιπόν, κάθε Χριστούγεννα γύριζα στο σπίτι μου, για να τα περάσω με την μητέρα μου και το σόι μου. Ανεξάρτητα από την ηλικία μου, που τώρα είχα περάσει πια τα 30, οι ιστορίες για το δέντρο και τον μοιραίο ρόλο που έπαιξε στο τέλος του προπάππου μου δεν σταμάτησαν. Αν μη τι άλλο, τώρα, είχαν γίνει πιο περιγραφικές. Πράγματα που μου έκρυβαν όταν ήμουν μικρός, τώρα από χρόνο σε χρόνο μου τα έλεγαν απλόχερα, και μου αποκάλυπταν κάθε φορά και καινούριες 
ανατριχιαστικέςλεπτομέρειες.
Έτσι λοιπόν, κάθε Χριστούγεννα τελείωνε το τραπέζι, έφευγαν οι συγγενείς και η μητέρα μου, μου έλεγε την δική της εκδοχή της ιστορίας. Την πραγματική ιστορία. Και έτσι και εγώ, κάθε Χριστούγεννα ξάπλωνα στο παιδικό μου κρεβάτι κοιτάζοντας τις σκιές που σχημάτιζαν τα κλαδιά του δέντρου πάνω στα φύλλα της ντουλάπας μου, λίγο πριν κοιμηθώ. Δεν το είχα καταλάβει μέχρι εκείνο το βράδυ, δεν το είχα καταλάβει ή δεν ήθελα να το καταλάβω, δεν ήμουν 
έτοιμος… αλλά αυτές οι σκιές από τα κλαδιά, υπήρχαν πάντα. Μπορεί να μην είχε φεγγάρι, μπορεί να μην υπήρχε καθόλου φως, αλλά οι σκιές από τα κλαδιά ήταν εκεί. Και εκείνο το βράδυ το κατάλαβα ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Έξω δεν υπήρχε κανένα φως και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, γιατί ήξερα ότι εκείνο το βράδυ δεν είχε φεγγάρι… παρ’ όλα αυτά οι σκιές των κλαδιών ήταν εκεί, στο γνώριμο μέρος τους, πάνω στα φύλλα της ντουλάπας μου, να κουνιούνται παρέα με τον άνεμο στον συνηθισμένο τους χορό.
Μέχρι εκείνο το βράδυ δεν ήμουν έτοιμος για πολλά πράγματα.
Μέχρι εκείνο το βράδυ δεν είχα νιώσει ακόμη τίποτα.
Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος ήταν που άκουσα να μου χτυπάει το παράθυρο.