Wednesday, January 26, 2011

Black Noise - White Rain Part 2


 Η φωνή σταμάτησε, ή τουλάχιστον δεν φώναζε τώρα γιατί δεν με ενοχλούσε τόσο πια. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να ξεθαμπώσω λίγο την όρασή μου. Μπορούσα να εστιάσω μόνο στη γυναίκα και τώρα αυτή είχε φύγει από πάνω μου και δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο. Κούνησα λίγο το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, όλα ήταν τόσο άσπρα... Τώρα μπορούσα να ακούσω και μια άλλη φωνή, πάλι δεν μπορούσα να διακρίνω τι ακριβώς έλεγε αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν η φωνή της γυναίκας, αλλά ότι ήταν αντρική φωνή. Ίσως τώρα αυτή να μιλούσε με κάποιον... Συγκεντρώθηκα όσο μπορούσα.
«... είναι πια σε προχωρημένο στάδιο και ίσως θα ήταν καλύτερα.», έλεγε ο άντρας... τι θα ήταν καλύτερα; Τι ήταν σε προχωρημένο στάδιο; ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΣΕ; Ήθελα να ουρλιάξω, να σηκωθώ και να αρχίσω να φωνάζω, αλλά δεν μπορούσα. Το μόνο που κατάφερα ήταν να μουγκρίσω λιγάκι αν και αυτό τους τράβηξε την προσοχή.
«Εχμ... Μήπως δεν τον έπιασε;», ο άντρας ρωτούσε την γυναίκα. Εκείνη ήρθε από επάνω μου και άναψε πάλι εκείνο το φως μέσα στα μάτια μου.
«Όχι... μια χαρά τον έχει πιάσει. Νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε άνετα.»
   Ήθελα τόσο πολύ να μάθω σε τι θα προχωρούσανε. Βασικά, καλό θα ήταν να μου λέγανε και που βρισκόμουν κιόλας γιατί το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου... και τώρα; Τώρα ήμουν πάλι ξαπλωμένος αλλά εδώ, σ’ ένα σκληρό κρεβάτι, δεμένος με μια τρελή και έναν τρελό από επάνω μου να μιλάνε για μένα λες και είμαι κάποιο πειραματόζωο...
«Πότε ήταν η τελευταία φορά;», πάλι μίλαγε αυτός.
«Νομίζω προχτες... στην καθημερινή μας συνεδρία μου είπε πάλι οτι θεωρεί οτι αυτός ο κόσμος είναι ψεύτικος και ότι στην πραγματικότητα δεν τον ανησυχεί αν θα πάθει κάτι, γιατί πολύ απλά θα ξυπνήσει στον κανονικό κόσμο ότι και να πάθει.»
«Μάλιστα... και τότε τι έκανε;»
«Προσπάθησε να αυτοκτονήσει... φταίω κ εγώ... είχα αφήσει έναν χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο μου, απλά δεν πίστευα ότι θα έφτανε μέχρι εκεί. Το βασικό είναι ότι ζει σ’ έναν δικό του κόσμο, είναι χαμένος σε μια δική του πραγματικότητα όπου εκεί, απ’ ότι έχω καταλάβει, είναι χαρούμενος. Ίσως να θέλει να μπλοκάρει κάποια πράγματα, ίσως να είναι όντως πολύ καλύτερα εκεί... πάντως προτείνω να μείνει σε αυτή την κατάσταση μέχρι να χαλαρώσει κάπως για να μπορέσω να τον μεταφέρω με τους άλλους πάλι...»
   Συνέχισανε να μιλάνε για μένα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Ήταν όντως έτσι τα πράγματα; Για κάποιο λόγο αδυνατούσα να το πιστέψω. Αυτή η αθλιότητα δεν μπορούσε να είναι ο πραγματικός κόσμος. Μορφές τις φαντασίας μου, ίσως... ναι... αυτό ήταν... Κάπως ο εαυτός μου ήθελε να με κρατήσει εδώ σε αυτόν τον αρρωστημένο κόσμο και ήθελα να με κάνει να πιστέψω αυτή την εκδοχή για πραγματικότητα. Αλλά ήξερα ότι δεν είναι έτσι. Έκανα πάλι μια προσπάθεια να κουνηθώ. Με είχαν δέσει σφιχτά, αλλά ένοιωθα μια δύναμη μέσα μου. Ξανά και ξανά, σιγά σιγά, προσπάθησα να κουνήθω και είδα ότι μπορούσα να κουνηθώ και να βάλω και περισσότερη δύναμη σιγά σιγά. Έτσι ξεκίνησα να κουνιέμαι δεξιά και αριστερά. Ένοιωθα τα δεσμά μου να προσπαθούν να με κρατήσουν και μόνο αυτό, το οτι θέλανε να με κρατήσουν κάτω με έκανε να κοπανιέμαι με περισσότερη δύναμη, σε τέτοιο σημείο που έφτασα σχεδόν λυσασμένα να κοπανιέμαι...
   Τόση ώρα δεν με είχανε πάρει χαμπάρι. Τόση ώρα είχαν χαθεί στη κουβέντα τους και στο τι θα με κάνουν. Τώρα όμως με προσέχανε. Τώρα εκείνη ήταν από επάνω μου και φώναζε πανικόβλητη και εκείνος χτύπαγε να του ανοίξουν με την ίδια λύσα που προσπαθούσα εγώ να λυθώ. Είδα αυτή να βγάζει μία σύριγγα και να προσπαθεί να με τρυπίσει, βλέποντας την σύριγγα άρχισα να κοπανιέμαι με περισσότερη λύσσα.