Friday, August 6, 2010

the brides cont.


   Ξύπνησε πάλι μέσα στη βιτρίνα... Φαίνεται την γυρίσανε εδώ πέρα χωρίς να το καταλάβει. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της, αλλά δεν άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει κάτω στο δρόμο, στην μικρή πλατεία όπου καθόντουσαν τα ζευγάρια, εκεί που είχε δει και το δικό της πριν από… πόσος καιρός μπορεί να είχε περάσει; Πραγματικά δεν ήξερε. Πόσο καιρό της πήρε μέχρι να ξυπνήσει; Δεν την ένοιαζε και τόσο, αυτό που την ένοιαζε ήταν ότι είχε ξαναγυρίσει στη βιτρίνα, μαζί με τις άλλες κούκλες, κάθε μια κλεισμένη στο δικό της γυάλινο κλουβί.
   Τι θα έκανε τώρα; Στην αρχή σκέφτηκε να ξαναπροσπαθήσει, να περιμένει πάλι ένα ζευγάρι και τότε να προσπαθήσει να βγει πάλι από τη βιτρίνα, αλλά τώρα πια υπήρχε η αμφιβολία μέσα της. Άρχισε να σκέφτεται ότι, αφού δεν το είχαν καταφέρει οι άλλες κούκλες που ήταν τόσο καιρό εδώ, γιατί να το καταφέρει εκείνη; Ίσως η μοίρα της ήταν απλά να μείνει μέσα στη βιτρίνα, καταδικασμένη για όσο καιρό υπήρχε να κοιτάζει κάτω το δρόμο και απλά να περιμένει. Όχι να ελπίζει... τώρα είχε πείσει τον εαυτό της ότι δεν υπήρχε ελπίδα, μόνο χρόνος. Μόνο αυτό υπήρχε τώρα πια, χρόνος και ο δρόμος από κάτω. Έδιωξε από το μυαλό της κάθε σκέψη για μια πραγματική ζωή, άρχισε να πιστεύει ότι και το νυφικό που φορούσε να έπαιρναν, εκείνη δεν θα γινόταν ποτέ πραγματική, μπορεί να ήταν ένας μύθος όλη αυτή η ιστορία με το νυφικό, κάτι σαν παρηγοριά, και αργά αλλά βασανιστικά σταθερά, οι μέρες διαδεχόντουσαν η μία την άλλη, ώσπου έγιναν χρόνια, ώσπου έγιναν δέκα.
   Γύρω της οι βιτρίνες άδειαζαν, οι άλλες κούκλες έφευγαν, αλλά ποτέ δεν έμαθε αν τελικά γινόντουσαν πραγματικές γυναίκες. Εκείνη έμενε πίσω όμως, έμενε σε μια βιτρίνα η οποία είχε βρωμίσει, μ’ ένα νυφικό που τώρα πια, μόνο άσπρο δεν ήταν, σ’ ένα μαγαζί που και αυτό έσβηνε. Μέχρι και στο δρόμο και στη πλατεία από κάτω της, φαινόντουσαν τα σημάδια του χρόνου που είχε περάσει. Ο δρόμος είχε σπάσει, ήταν πάντα γεμάτος σκουπίδια και τα περισσότερα παγκάκια στη πλατεία είχαν χαλάσει. Τώρα πια απλά περίμενε τη στιγμή που θα την πετάγανε, τη στιγμή που το μαγαζί θα έκλεινε τελικά και εκείνη θα κατέληγε στη γωνία του δρόμου, κάπου μαζί με διάφορα σκουπίδια.
   Κάτι σε αυτή τη σκέψη δεν της άρεσε. Είχε δεχτεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα πια, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί ότι υπήρχε περίπτωση να καταλήξει στα σκουπίδια. Κάτι έπρεπε να κάνει… Θυμήθηκε που κάποτε είχε βγει από τη βιτρίνα, θυμήθηκε που κάποτε είχε φτάσει μέχρι το δρόμο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το γιατί το είχε κάνει αλλά τώρα δεν την απασχολούσε αυτό. Τώρα για ένα πράγμα ήταν σίγουρη, ότι έπρεπε να ξαναβρεθεί εκεί κάτω. Αυτή τη φορά δεν θα γυρνούσε στη βιτρίνα. Θυμήθηκε πως είχε καταφέρει να βγει τότε και με μεγάλη προσπάθεια άρχισε και πάλι να κουνιέται μπρος, πίσω.
    Στο πρόσωπό της είχε πάντα ένα φτιαχτό χαμόγελο, αλλά την ώρα που το τζάμι της βιτρίνας έσπασε, τότε, για πρώτη φορά, το χαμόγελο έγινε αληθινό. Ένοιωθε τον αέρα να σφυρίζει στα αυτιά της, φρέσκος, κρύος, να χαϊδεύει τα μάγουλά της. Ο δρόμος πλησίαζε σαν παλιός, καλός φίλος και η πλατεία ήταν σαν να τη περίμενε με ανοιχτά τα χέρια.
   Δεν πόνεσε. Δεν ένιωσε τίποτα, πέρα από γαλήνη, ηρεμία και ελευθερία.
Μετά από τόσα χρόνια μέσα σε μια βιτρίνα, τώρα πια βρισκόταν στο δρόμο. Αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο τυχερή και είχε σπάσει σε κομμάτια. Τα πόδια της ήταν αρκετά μακριά από το σώμα της, τα χέρια της ήταν κοντά στη πλατεία, ενώ το σώμα της είχε πέσει πάνω στο παγκάκι. Είχε σκορπίσει… λίγο πριν δοθεί τελειωτικά στην απόλυτη ηρεμία είδε δύο ανθρώπους να την πλησιάζουν, για κάποιο λόγο της φάνηκαν γνωστοί…

   Την ξύπνησε μια φωνή. Μια κοπέλα ήταν από πάνω της και της φώναζε. Έπρεπε να ετοιμαστεί για κάτι. Το μυαλό της ήταν μπερδεμένο και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί, αλλά ένοιωθε λες και είχε πέσει από ένα  κτήριο. Συχνά έβλεπε ότι πετούσε, αλλά ποτέ να πέφτει. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα… κλεισούρας και απομόνωσης. Την πονούσαν τα πόδια της και τα χέρια της. Προσπάθησε να τα κουνήσει και την πόνεσαν ακόμη περισσότερο. Ξαναέκανε μια προσπάθεια, ο πόνος ήταν λιγότερος αυτή τη φορά. Κατάφερε να σηκωθεί και καθώς περνούσε από τον καθρέφτη του δωματίου της είδε ότι χαμογελούσε.
   Έβγαλε την άσπρη νυχτικιά της και πήγε να ετοιμαστεί… για τη ζωή της.

Wednesday, August 4, 2010

the brides


   Περιμένανε... ακίνητες και αμίλητες εκεί, στημένες, καταδικασμένες να κοιτάζουν όλο αυτό τον κόσμο να περνάει κάτω από τα πόδια τους. Εκείνες έπρεπε να περιμένουν όμως για κάποιον που θα έρθει να πάρει τα ρούχα τους και μαζί την μια τους ευκαιρία να γίνουν ανθρώπινες γυναίκες και όχι σκιερές κούκλες πίσω από βιτρίνες.
   Είχε περάσει πια καιρός όμως από την τελευταία φορά που ήρθε κάποιος να ψωνίσει, και τώρα απλά έβλεπαν τον κόσμο να περνάει από κάτω, αδιάκοπα… Ένα βράδυ, εκείνη είδε ένα ζευγάρι. Εκείνη ήταν μόνο λίγο καιρό εδώ και ακόμη είχε ελπίδα. Όταν είδε το ζευγάρι να κάθεται στη πλατεία, σκέφτηκε «Να, μπορεί να της κάνει πρόταση τώρα και να χρειάζεται νυφικό...», κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, αφού μετά από λίγο απλά συνεχίσανε τη βόλτα τους.
   Μετά από εκείνο το βράδυ, τους ξαναείδε και άλλες φορές, και κάθε φορά περίμενε την πρόταση, περίμενε το επόμενο πρωί που θα έμπαιναν στο μαγαζί, θα την κοίταζαν και θα διάλεγαν το δικό της νυφικό. Όμως κάτι τέτοιο, δεν έγινε ποτέ. Δεν σταμάτησε να ελπίζει και κοίταζε ακόμη έξω από τη βιτρίνα, κάτω στη πλατεία για το ζευγάρι όμως μετά από καιρό δεν το ξαναείδε. Υπήρξαν άλλα ζευγάρια, και κάθε φορά η ίδια ελπίδα, η ίδια προσμονή. Οι μήνες, έγιναν χρόνια μα η ελπίδα της δεν χάθηκε ποτέ. Τα χρόνια περνάγανε και περνάγανε, μερικές άλλες έφυγαν από τις βιτρίνες, εκείνη όμως έμενε εκεί. Το κάποτε, κάτασπρο νυφικό της είχε γίνει κίτρινο και μαύρο σε μερικά σημεία. Μια θλίψη την έπιασε και σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα έχανε και περισσότερο την ελπίδα της.
   Ένα βράδυ είδε πάλι το ζευγάρι μετά από χρόνια. Είχανε μεγαλώσει και οι δύο αρκετά, αλλά δεν φαινόντουσαν πια σαν ζευγάρι. Μέσα στην απόγνωσή της, μέσα στη θλίψη της προσπάθησε να κουνηθεί. Στην αρχή δεν τα κατάφερα αλλά μετά από λίγο κατάφερε να κουνήσει λίγο το χέρι της. Δεν άντεχε άλλο εδώ μέσα, σε αυτό το κουτί της βιτρίνας, έπρεπε να φύγει και να πάει κάτω σε αυτούς που ανήκει. Ήταν η σειρά της πια και περίμενε χρόνια γι’ αυτό και το ζευγάρι δεν θα καθόταν για πολύ ακόμη, οπότε, έπρεπε να κάνει γρήγορα.
   Κατάφερε να κουνήσει και το άλλο χέρι της. Δεν έβρισκε κάποιο τρόπο να ανοίξει πίσω της το κουτί και έτσι άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε μέσα στη βιτρίνα για να σπάσει με το βάρος της το κουτί και να μπορέσει να φύγει. Χτυπούσε μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί. Μία στη βιτρίνα, μία στο κουτί... μία στη βιτρίνα…

   Ακόμη και τώρα, κανείς δεν ξέρει πως μια κούκλα βρέθηκε από μια βιτρίνα, στο δρόμο, στη πλατεία... ούτε πως το χέρι της βρέθηκε να ακουμπάει στο παγκάκι που καθόταν το ζευγάρι.…